Όσο χτυπάει η καρδιά θα σε έχω μέσα μου, μαμά

Όσο χτυπάει η καρδιά θα σε έχω μέσα μου, μαμά

Πάνε τρεις μήνες σχεδόν από την ημέρα που έφυγες, από την ημέρα που είπαμε αντίο…

Άλλες φορές οι μέρες περνούν σαν την αχόρταγη τελευταία γουλιά νερού στο ποτήρι μου κι άλλες μοιάζουν με τη σταγόνα της βροχής που κυλάει αργά πάνω στο ήδη βρεγμένο μου τζάμι…
Είναι βρεγμένη κι η ψυχή μου, δακρύζει κι εκείνη πάνω στο βρεγμένο τζάμι της ζωής… μου λείπεις…

Μοιάζει αυτή η Παρασκευή σαν εκείνες που κυνηγούσα τον χρόνο για να τα προλάβω όλα… Πάρκαρα το αυτοκίνητο, έσβησα τη μηχανή και κοίταξα το ρολόι μου. Προλαβαίνω να έρθω να σε δω για κανένα μισάωρο, να σε δω και να πούμε τα νέα μας. Να μου πεις με την ανησυχία της γιαγιάς να «προσέχω το κορίτσι» κι εγώ να σε διαβεβαιώσω πως την προσέχω, πως δε χρειάζεται να ανησυχείς…

Η ανησυχία σου, ένας μόνιμος φόβος που με θύμωνε, που με πίεζε, μα μέσα του έκρυβε την αγάπη σου και τον τρόπο που εσύ είχες διαλέξει για να την εκφράζεις. Ναι, τελικά προλαβαίνω να έρθω.
Μάλλον θα κάτσω λίγο παραπάνω, να σου δώσω και τα βραδινά σου φάρμακα...

Μα τι λέω; Τώρα πια δε μπορώ να σε δω, να σε αγγίξω, να σου πω για τη φορτωμένη μέρα μου κι εσύ να μου παραπονεθείς πως για όλα βρίσκω χρόνο εκτός από εσένα.
Το σώμα μου, τα πόδια μου έχουν αποφασίσει να με φέρουν στο σπίτι σου κι ας λέει άλλα η λογική μου. Χρειάζεται να μου υπενθυμίσω για άλλη μια φορά πως έφυγες.

Το επαναλαμβάνω στον εαυτό μου και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Αυτά τα δάκρυα που κάποτε φυλούσα για να μην σε στεναχωρήσω. Τώρα τα αφήνω να χυθούν ελεύθερα στα μάγουλά μου, μαζί με το σκούρο της μάσκαρα να παρασύρουν εκείνο το «αχ βρε μαμά, θα ήταν όμορφο να ήσουν ακόμα εδώ...» Το σκούρο της μάσκαρα... το μόνο σκούρο που φορώ επάνω μου. Δεν θέλησα να ντύσω τον πόνο της απώλειάς σου με μαύρο, δεν του ταίριαζε, φαινόταν πολύ τυπικό. Δεν σου ταίριαξαν ποτέ τα τυπικά κι ας εγκλώβισες τον εαυτό σου σε ανούσιους τύπους.

Ήσουν ξεχωριστή και λαμπερή κι ας υπήρξαν στιγμές που έκρυψες το ξεχωριστό σου για τις επιθυμίες των άλλων. Φορώ ένα κίτρινο φουλάρι... Το κίτρινο ήταν το αγαπημένο σου χρώμα, γέμιζες τον κήπο με κίτρινα τριαντάφυλλα που ευωδίαζαν αγάπη.

Μου λείπεις...
Πέρασαν σχεδόν τρεις μήνες κι εγώ αποζητώ το χάδι σου, εκείνο το απαλό άγγιγμα στα μαλλιά μου, εκείνο το χάδι που μου έδινες απλόχερα ξεχνώντας τον πόνο και τον φόβο σου ξαπλωμένη ξημερώματα στο δωμάτιο του νοσοκομείου… Αποζητώ μια καλημέρα σου, ένα τηλεφώνημα... Ξέρω πως ο χρόνος δε γυρίζει πίσω, πως είναι εκείνος που λένε πως τα γιατρεύει όλα...

Τα γιατρεύει άραγε ή απλά τα κουκουλώνει με ένα πέπλο λησμονιάς; Αυτή η πληγή κλείνει ποτέ ή παραμένει αόρατη, σ’ εκείνο το μέρος της καρδιάς που εσύ του έδωσες πνοή, εσύ του έδωσες ρυθμό; Μου λείπεις... Όσο χτυπάει η καρδιά μου θα σε έχω πάντα μέσα μου...

Λένε πως οι γονείς φεύγουν όταν τα παιδιά τους είναι ήδη έτοιμα... έτοιμα για το επόμενο βήμα, για την επόμενη σελίδα της ζωής τους. Κι εσύ έφυγες, κλείνοντας ένα μεγάλο κεφάλαιο, φυσώντας ένα απαλό αεράκι στη νέα ολόλευκη σελίδα μου, εκείνη που άρχισα να γράφω με τα πιο φωτεινά χρώματα κι όλα όσα έμαθα από σένα. Τα χρώματα εκείνα που πασπάλισες με την ευχή σου...

Τα πόδια μου αποφασίζουν να υπακούσουν στην εντολή της λογικής κι εγώ γυρνώ στο σπίτι μου πια. Σε βλέπω να χαμογελάς στη φωτογραφία που διάλεξα να με συντροφεύει. Τώρα σου χαμογελώ κι εγώ. Πάει, πέρασε σκέφτομαι και νιώθω ανακουφισμένη. Μου λείπεις και νιώθω πως θα μου λείπεις σε χαρούμενες στιγμές...μα είπαμε όσο χτυπάει η καρδιά θα σε έχω μέσα μου... Ως την άλλη φορά που εντελώς ασυναίσθητα τα βήματά μου θα με φέρουν στην παλιά μας καθημερινότητα.