Ο έρωτας πεισμώνει όταν τον διώχνεις και γυρνά δυνατότερος

Ο  έρωτας πεισμώνει όταν τον διώχνεις και γυρνά δυνατότερος

Μέχρι την ώρα που εμφανίστηκε εκείνος, έλεγε ότι στη ζωή της δεν είχε τρύπες.

Όλα ήταν συμπαγή, δίχως κενά, δίχως ρωγμές και χάσματα. Ένας άντρας, ένα σπίτι, μια αγάπη, μια ζωή. Μια ρουτίνα που την είχαν φέρει στα μέτρα τους.
Παράπονα δεν είχε από εκείνον, κάθε άλλο.

Όταν γνωρίστηκαν εκείνη είχε πια σιγουρευτεί πως θα έμενε στο ράφι. Μέτραγε πληγές από αποτυχημένες σχέσεις, μέτραγε αγκάθια από προδοσίες και λάθη. Λάθη δικά της και των άλλων. Με εκείνον όλα μπήκαν σε έναν δρόμο. Ήταν σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός της, αλλά τι πείραζε;
Ήταν καλός, μετρημένος, της ταίριαζε. Τον αγάπησε, δέθηκε. Και κάπως έτσι, μέρα τη μέρα, καλοσύνη την καλοσύνη, νοιάξιμο το νοιάξιμο, έχτισε τον συμπαγή τοίχο της αγάπης της, της ζωής της.

Μονάχα ένα παράπονο του είχε. Μόνο κάτι του καταλόγιζε μες το γυναικείο, ρομαντικό κεφάλι της. Την αγαπούσε πολύ, της το έδειχνε με κάθε ευκαιρία. Ερωτευμένος όμως, με εκείνη την εφηβική την έννοια, που πολλοί υποτιμούν μα όλοι βαθιά μέσα τους αποζητούν, δεν υπήρξε ποτέ. Κι ίσως κι αυτή να ήταν η χαραμάδα του τοίχου της. Μια λεπτή λεπτή ρωγμή απουσίας έρωτα.

Τη μέρα που φωτίστηκε η ρωγμή της, τα ‘χασε. Ήξερε τον τοίχο της αδιαπέραστο από κάθε τι και τώρα τι; Κλονίστηκε. Εκείνος, ο δεύτερος εκείνος, ήρθε τυχαία. Δίχως σκοπό, δίχως πρόθεση. Δεν ήρθε να την κλέψει, δεν ήρθε να της γκρεμίσει ό,τι είχε χτίσει. Απλά βρήκε κενό και πέρασε το φως του.
Και στη ζέστη του φωτός αυτού, συνειδητοποίησε πως κρύωνε χωρίς να το ξέρει. Κρύωνε από εκείνον τον έρωτα που σε κάνει να κοιτάς τον άλλο και να μη βλέπεις τίποτα άλλο. Να του μιλάς και να μην υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από τη φωνή του κι από τη δική σου να λέει το όνομά του.

Το πάλεψε. Το πάλεψε αλήθεια. Μόνο αυτή ξέρει πόσο αγωνίστηκε να μπαζώσει τη ρωγμή, να μην μπαίνει το φως. Αλίμονο. Λες και το σημείο είχε βρει ευκαιρία να διαβρωθεί, η ρωγμή είχε ανοίξει, φώτιζε πια περισσότερο. Δεν τη ζέσταινε απλά πια, ήταν ζωογόνο φως, δεν μπορούσε χωρίς αυτό.

Πώς να φυλακίσεις το φως;
Πώς να το γυρίσεις πίσω;

Τον ερωτεύτηκε κι ας μην μπορούσε, ας μην έπρεπε να του δώσει ό,τι ήθελε. Και κάθε μέρα που περνούσε, δενόταν περισσότερο. Κι ήταν αυτή η αμοιβαιότητα που της έδινε μια ευτυχία πρωτόγνωρη. Της έδινε εκείνα τα φτερά που ποτέ άλλοτε δεν είχε. Ο καθρέφτης της μόνο ήξερε την αλήθεια: Δυο άντρες, μια αγάπη, ένας έρωτας.

Ποιον κορόιδευε; Κι εκείνον πια τον αγαπούσε. Τον περίμενε, τον υπολόγιζε, τον νοιαζόταν, πονούσε στην ιδέα ότι μπορούσε να πάθει κάτι, πέθαινε στο ενδεχόμενο να ξημερώσει κάποια μέρα και το φως του να έχει χαθεί.
Ήταν όμορφο και δυνατό το φως του. Ήταν αγνό και παθιασμένο.
Ήταν ακατανίκητο.

Μα έτσι πάει. Το φως ζεσταίνει και η καρδιά αφήνεται. Τι κι αν θελήσει κάποιος να της βάλει λουριά να τη μαζέψει; Δε θα τα καταφέρει. Δε μαζεύεται η καρδιά κι ας έλεγε ότι αυτή θα μπορέσει να το κάνει.
Ίσως κάποιοι, κάπου, που δεν αγάπησαν ποτέ από μοναχική ανάγκη και δεν αφέθηκαν ποτέ από ειλικρινή, αφτιασίδωτο έρωτα, να την έδειχναν με το δάχτυλο.

Ας την έδειχναν. Εκείνη ήξερε. Ο  έρωτας πεισμώνει όταν τον διώχνεις και γυρνά δυνατότερος.
Σε χτυπά με το φως του, χαράζει τον τοίχο της καρδιάς σου και μπαίνει μέσα.
Και τη θέρμη του έρωτα, πολλοί τη λαχτάρησαν, περισσότεροι τη μίσησαν, μα δεν την απόδιωξε ποτέ κανείς.

Ούτε κι αυτή…