Οι υπερωρίες του έρωτα μετρούν μέσα μας αλλιώς

Οι υπερωρίες του έρωτα μετρούν μέσα μας λίγο παραπάνω από όλα τα άλλα

Κέντρο...
Φανάρι, ώρα 11.30 το πρωί.

Ένα νιόκοπο ζευγάρι, θαναι δε θάναι 18 χρονών, περιμένουν να περάσουν. Εκείνη δροσερή, δεν την αγγίζει ο ήλιος που καίει. Έχει τα μαλλιά σγουρά, φυσικά, χυτά στους ώμους. Φορά ένα λουλουδάτο φουστάνι με λεπτές τιράντες και σανδάλια. Κι εκείνος δίπλα της, με ένα λεπτό πουκάμισο και μια βερμούδα, σημαιοστολισμένος κυριακάτικα για τα μάτια της και μόνο. Απλώνει το χέρι και αγκαλιάζει τη μέση της.

Το κοκκίνισμά του στοιχηματίζω ότι δεν είναι από τη ζέστη. Κι εκείνη καμπυλώνει το κορμί, το κάνει τόξο για να τον δει καλύτερα. Αργεί το φανάρι, αλλάζουν γνώμη. Είπαμε, είναι μόλις δεκαοκτώ. Πάντα με το χέρι στη μέση και το κορμί γερτό, τοξωτό, κάνουν μεταβολή και προχωρούν την Ερμού.
Γελούν. Ή μήπως τραγουδούν;

11.45 σταθμός του ΟΣΕ. Γύρω στα πενήντα, με μια ταλαίπωρη βαλίτσα κι ένα χέρι σε νάρθηκα, με ένα κακοπαθημένο κλαρωτό φουστάνι στρώνει βιαστικά τα μαλλιά της. Κρατά ένα τάμπλετ στα χέρια της.
Ξένο φαντάζει πάνω της, εκτός εποχής. Αλλά το κρατάει πεισματικά κοιτώντας επίμονα μια την οθόνη και μια τριγύρω. Ένας ασπρομάλλης, με καρό κοντομάνικο πουκάμισο, περασμένο μέσα από το παντελόνι του, σπέρνοντας στο διάβα του παλιακό after shave την πλησιάζει.

Κρατά ένα κινητό και κοιτά μια το κινητό και μια αυτή. Γυρεύει το δίχως άλλο να σιγουρευτεί. Κοντοστέκεται, παίρνει ανάσα και την πλησιάζει. Σε περίμενα, της λέει και ο σκοτεινός σταθμός φωτίζεται από δυο μεσήλικα μοναχικά χαμόγελα. Να που ήρθα, του απαντά. Της παίρνει τη βαλίτσα, απλώνει δειλά το χέρι του στην πλάτη της και φεύγουν. Τους βλέπω να απομακρύνονται. Εκείνη λυγάει τον λαιμό κι ακουμπά στον ώμο του. Κι εκείνος, τη χαϊδεύει δειλά στην πλάτη.

Κάπου αλλού ένα ζευγάρι μοιράζεται ένα φιλί, ένα χάδι, ένα παθιασμένο σμίξιμο.
Κάπου αλλού αγαπιέται σε μια οθόνη γεφυρώνοντας αναθεματισμένες αποστάσεις.
Άλλο αποχωρίζεται κι άλλο μετράει τις ώρες και τα χιλιόμετρα για να ανταμώσει ξανά. Σαν τα συγκρίνεις μεταξύ τους μόνο ένα κοινό μπαγκάζι θα βρεις.

Εκείνον τον μεγάλο δυνάστη, τον έρωτα, που δε λογαριάζει μήτε ηλικίες, μήτε χιλιόμετρα, μήτε συμβάσεις. Ούτε και μέρες λογίζει.
Ίδια βαράει και Τετάρτες και Σάββατα. Ίδια και τις Δευτέρες. Όσο για τις Κυριακές που όλο το Σύμπαν ξεκουράζεται; Τότε είναι που κάνει υπερωρίες...
Μα είναι εκείνες οι υπερωρίες του έρωτα που μετρούν μέσα μας αλλιώς...