Λείπω, λείπεις, λύπη

Λείπω, λείπεις, λύπη

Μια φορά κι έναν καιρό, συναντήθηκαν τυχαία δυο παιδιά.

Έμεναν μακριά το ένα από το άλλο, έκαναν αλλιώτικα πράγματα και τίποτα δε φανέρωνε πως θα μπορούσαν ποτέ να βρεθούν. Βρέθηκαν όμως κι έτσι ξεκίνησαν όλα.
Το αγόρι αγάπησε το κορίτσι. Και το κορίτσι αγάπησε το αγόρι.

Ταίριαξαν σε ό,τι θα μπορούσε να ζητήσει κανείς να ταιριάξει σε τούτη την πλάση.
Ταίριαξαν βαθιά, αληθινά κι απόλυτα. Κι αγαπήθηκαν απέραντα.

Μόνο που άργησαν. Όταν το αγόρι συνάντησε το κορίτσι, η ζωή του καθενός είχε μπει σε μια τάξη.  Κι αυτή η τάξη απαγορευόταν να διαταραχθεί. Κι έτσι το αγόρι και το κορίτσι, που μέσα σε όλα ταίριαζαν και στην αίσθηση του καθήκοντος απέναντι στην ισορροπία της τάξης, θυσιάστηκαν να ζήσουν χώρια.
Χώρια μα δεμένοι με τις πιο γερές κλωστές που φτιάχτηκαν ποτέ.

Ήταν κλωστές φτιαγμένες από έννοια και ταίριασμα, από αγάπη και σμίξιμο, κατανόηση και βαθιά βαθιά ανάγκη. Άκοπες οι κλωστές, κρατούσαν γερά δεμένη μιαν αγάπη που γεννήθηκε σε δύσκολους καιρούς κι έμαθε να αντέχει από την αρχή της στα δύσκολα.

Ο Λείπω, όπως λέγανε το αγόρι, και η Λείπεις, το κορίτσι, περιπλανήθηκαν σε αυτό το σύμπαν και μαζί και μόνοι.
Μαζί για εκείνους, μόνοι για όλους τους άλλους. Αλλά οι άλλοι δεν τους ένοιαξαν ποτέ. Τους αρκούσε που μέσα τους το «μαζί» είχε εξουδετερώσει το κάθε «μόνος».
Το δικό τους σύμπαν, το φτιαγμένο μόνο με αγάπη, έννοια και σμίξιμο καρμικό, μα και με λέξεις για να γεφυρώνεται η απόσταση, το ονόμασαν Λύπη.

Λείπω, λείπεις, λύπη…
Και θα μπορούσαν όντως να νιώθουν λύπη αν δεν ήταν τόσο ταιριαστοί, τόσο συνειδητά μαζί ακόμη κι από μακριά. Όμως δεν ένιωθαν. Ο Λείπω έκλεινε τα μάτια και η Λείπεις άπλωνε τα χέρια σε μια μακρινή, συμπαντική αγκαλιά.

Στη Λύπη, το σύμπαν που παίζοντας, κοροϊδεύοντας θαρρείς, τις λέξεις ονομάτισαν δικό τους, ο Λείπω και η Λείπεις έμαθαν να παλεύουν τη λύπη. Η αγάπη βάθαινε τις ρίζες της και κανείς δεν ένιωθε λειψός. Με έναν μαγικό τρόπο, ο Λείπω και η Λείπεις ήταν μαζί και θα ήταν μαζί.
Στο δικό τους ταιριαστό σύμπαν, δεν έλειπε ποτέ τίποτα…