Η ασημένια πάπια

Η ασημένια πάπια

Το ρεύμα είχε κοπεί λόγω χρεών και το έδαφος είχε χαθεί κάτω από τα πόδια της.

Απεγνωσμένα και σχεδόν κλαίγοντας αναζητούσε μέσα στο σκοτεινό σπίτι, κάποιο αντικείμενο αξίας για να μπορέσει να βγει από αυτό το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει χωρίς να φταίει καλά-καλά. Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα.

Σε ένα ντουλάπι βρήκε τακτοποιημένα σερβίτσια διακοσμημένα με φύλλα χρυσού και ασημένια μαχαιροπίρουνα. Στο κάτω ράφι ήταν τοποθετημένοι δίσκοι με σκαλιστά τριαντάφυλλα. Ένιωσε δυστυχισμένη και άτυχη. Τι θα έλεγαν οι πρόγονοί της αν έβλεπαν την τωρινή κατάσταση της εγγονής τους, αναρωτήθηκε.

Το κινητό της δονήθηκε. Της είχε στείλει μήνυμα η φίλη της. « Έπλυνε η μαμά μου, τα ρούχα που έφερες. Σχολίασε πως φοράς πιο πολλές κάλτσες και εσώρουχα από ότι ρούχα. Χαχα! Να περάσω να στα φέρω;» Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της και σκέφτηκε μια βλαστήμια. Ήταν τόσο στριμωγμένη όμως που μόνο να υποκρίνεται μπορούσε αν ήθελε να κάνει μπάνιο, να φορτίσει το κινητό της και να φάει.

Απάντησε: «Ευχαριστώ πολύ, νυχτώνει και ήθελα να κάνω ένα μπάνιο και να φορτίσω το κινητό! Θα περάσω να πάρω τα πλυμένα και θα γυρίσω το βράδυ να κοιμηθώ σπίτι μου». Δάκρυα έσταζαν. Τι υποτιμητικό! Πώς οι περισσότεροι άνθρωποι σε στιγμές αδυναμίας λένε την κακία τους ενώ παριστάνουν τους φιλάνθρωπους…

Άναψε ένα φακό και πήγε να βρει τη χειραποσκευή της. Έφθασε στο σπίτι της φίλης της και είδε τα ειρωνικά βλέμματα των γονιών της, που ένιωσαν ανώτεροι με την πτώση της οικογένειάς της. Σα να διάβαζε τη σκέψη τους « Η αλαζονική πλουσιοκόρη, γκρεμίστηκε και έπεσε στην ανάγκη μας! Πόσο καλύτεροι είμαστε!» Γύρισε και κοιμήθηκε στο σκοτεινό σπίτι της.

Με το πρώτο φως του ήλιου θα πήγαινε στο ενεχυροδανειστήριο να παζαρέψει την αξιοπρέπειά της πουλώντας αντικείμενα που αποδείκνυαν την καταγωγή της. Ξημέρωσε και πετάχτηκε αγχωμένη από το κρεβάτι της. Έκανε ένα κρύο μπάνιο και πήγε στο ντουλάπι με τα τιμαλφή. Το φως του ήλιου πλημμύριζε το δωμάτιο κι έτσι παρατήρησε στο βάθος του ντουλαπιού ένα κουτάκι.

Πού να το δει αυτό χθες μέσα στα σκοτάδια σκέφτηκε. Το άνοιξε και η καρδιά της γέμισε με τρυφερότητα βλέποντας το περιεχόμενο. Ήταν η κουδουνίστρα της, η οποία ήταν μια ασημένια πάπια. Δώρο συγγενούς για τη μικρή νεογέννητη. Την έσφιξε στο χέρι της κλείνοντας τα μάτια. Σαν κινηματογραφική ταινία πέρασαν αναμνήσεις από το μυαλό της.