Η μάγισσα Κορονομέλα και το φίλτρο της πανδημίας

Η μάγισσα Κορονομέλα και το φίλτρο της πανδημίας

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια σκοτεινή σπηλιά  ενός μεγάλου και ψηλού βουνού ζούσε η μάγισσα Κορονομέλα.

Ήτανε ψηλή και κοκαλιάρα με μακριά άσπρα μαλλιά και με μια μεγάλη γαμψή μύτη. Να, σαν κι αυτή του αετού. Στο κεφάλι της δε φορούσε μαύρο καπέλο όπως όλες οι άλλες μάγισσες, αλλά μια κατάμαυρη κορόνα.

Η Κορονομέλα καταπιανόταν από το πρωί μέχρι το βράδυ με μαγικά φίλτρα και μαντζούνια. Είχε στο κέντρο της σπηλιάς ένα τεράστιο τσουκάλι κι εκεί έφτιαχνε τα μαγικά της ξόρκια. Βλέπεις, ήθελε να γίνει η βασίλισσα των μαγισσών και για να την ψηφίσουν οι άλλες μάγισσες έπρεπε να τους αποδείξει ότι μπορούσε να φτιάξει καινούρια μαγικά φίλτρα.

Ένα πρωινό, εκεί που κοιτούσε σιωπηλή από το παραθύρι της το δάσος που βρισκόταν στα πόδια του βουνού, της ήρθε μια καταπληκτική μαγισσο-ιδέα. Έτρεξε με ενθουσιασμό στο εργαστήρι της και άρχισε να ψάχνει στα ράφια της τα υλικά που χρειαζόταν. Όταν η φωτιά κάτω από το τσουκάλι άναψε για τα καλά, έριξε μέσα ξινισμένο γάλα γαϊδούρας και το άφησε να βράσει. Μόλις έβρασε, πρόσθεσε μέσα 3 τρίχες από μουστάκια γέρικου ποντικού, 2 δόντια γριπιασμένης νυχτερίδας, 3 νύχια θυμωμένου αγριογούρουνου και ένα κουτάλι σαλιωμένου ιστού αράχνης. Συνηθισμένο φίλτρο μάγισσας θα μου πεις, αλλά η Κορονομέλα συμπλήρωσε μέσα και 7 σταγόνες αίμα που πήρε από το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού της χεριού.

Άρχισε να ανακατεύει το φίλτρο της, ενώ το γέλιο της έσκισε τον αέρα του δάσους και έκανε όλα τα ζώα να κοιτάξουν έντρομα προς τη μεριά της φοβερής σπηλιάς της.

Σε λίγη ώρα ένας μαύρος καπνός άρχισε να βγαίνει από τη σπηλιά και να ταξιδεύει απειλητικός προς το δάσος, ενώ μια απαίσια μυρωδιά σκέπαζε τα πάντα στο πέρασμά του.

Τα ζώα έτρεξαν τρομοκρατημένα να κρυφτούν στις φωλιές τους, αλλά ο καπνός είχε τη μαγική δύναμη να τρυπώνει στο στόμα και στη μύτη τους και να τους κόβει την ανάσα. Δεν άργησε να γίνει το κακό. Τα ζώα αρρώσταιναν το ένα μετά το άλλο. Έβηχαν άσχημα και είχαν πυρετό. Τα πιο μεγάλα σε ηλικία δεν μπορούσαν πια να περπατήσουν και κείτονταν ανήμπορα μέσα στη φωλιά τους. Η Κορονομέλα καμάρωνε από ψηλά για το φίλτρο της και ήταν πια σίγουρη πως, μετά από αυτήν τη δύναμη που είχε πάνω στη ζωή, θα γινόταν η βασίλισσα των μαγισσών.

Έπρεπε, όμως, να βρει και το αντίδοτο για το φίλτρο. Μόνο έτσι θα ήταν βέβαιη πως καμιά άλλη μάγισσα δε θα γινόταν ο σωτήρας του δάσους. Άρχισε να δοκιμάζει τα ίδια υλικά σε διαφορετικές δόσεις και κατέβαινε στο δάσος για να δοκιμάσει το αντίδοτο στα άρρωστα ζώα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Σε λίγες μέρες μια πανδημία χτύπησε τα ζωντανά, που ζούσαν πια με τον φόβο να μην κολλήσουν.

Είχαν ονομάσει το κακό που τα βρήκε «κορονοβίξ» για να μην ξεχάσουν ποτέ το όνομα της  αλλοπαρμένης μάγισσας, αλλά και γιατί ο βήχας ήταν το πρώτο σύμπτωμα της αρρώστιας. Τα ζώα άρχισαν να αποφεύγουν το ένα το άλλο για να μην κολλήσουν και έφτιαξαν μάσκες από φύλλα δέντρων για να μην εισπνέουν τον καπνό.

Η Κορονομέλα ήταν να σκάσει με την πανδημία που είχε προκαλέσει. Τώρα όχι μόνο δε θα γινόταν βασίλισσα, αλλά θα την έδιωχναν από τον Σύλλογο Μαγισσών ως ανίκανη και επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία.

Ώσπου της ήρθε μια καταπληκτική ιδέα… Μήνυσε με το κοράκι της πως ήθελε να μιλήσει στα ζώα που είχαν μείνει υγιή στο ξέφωτο του δάσους. Παρουσιάστηκε μπροστά τους με κατεβασμένο το κεφάλι και τους ζήτησε συγγνώμη για την ξεροκεφαλιά της. Υπήρχε, ωστόσο, μια λύση για τη σωτηρία τους, αλλά χρειαζόταν τη βοήθειά τους.

Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή μετά από λίγη ώρα. Όλα τα πουλιά και τα έντομα του δάσους πέταξαν πάνω από το μαύρο σύννεφο. Φορούσαν μάσκες και είχαν τα μάτια κλειστά. Άρχισαν, λοιπόν, να χτυπάνε ταυτόχρονα και με δύναμη τα φτερά τους για να διαλύσουν τον μαγεμένο καπνό, ενώ οι λύκοι φυσούσαν δυνατά προς τα πάνω για να τα βοηθήσουν. Οι ελέφαντες έριχναν νερό με τις προβοσκίδες τους  για να καθαρίσουν κάθε μολυσμένη γωνιά του δάσους, οι αλεπούδες, οι σκίουροι και τα κουνάβια σκούπιζαν τα βρώμικα νερά με τις ουρές τους. Και να που τα κατάφεραν! Μετά από μεγάλη προσπάθεια οι πρώτες αχτίδες του ήλιου άρχισαν να περνάνε μέσα από το σύννεφο και λίγο πριν σουρουπώσει ο ουρανός φάνηκε πια μπροστά στα μάτια των ταλαιπωρημένων ζώων.

Η Κορονομέλα κάθισε σε μια πέτρα κουρασμένη και ανακουφισμένη. Κατάλαβε πως είναι εύκολο να κάνεις μόνος σου το κακό, αλλά το καλό κερδίζει όταν ενώσουν πολλοί τη δύναμή τους. Μπορεί να μη γινόταν η βασίλισσα των μαγισσών, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή της είχε φίλους. Η συνεργασία και η αλληλοβοήθεια των ζώων ήταν αυτά που έσωσαν το δάσος και τη ζωή τους.

Πήρε το μονοπάτι για τη σπηλιά της με το κεφάλι ψηλά και χαμογελώντας. Το επόμενο φίλτρο της θα ήταν το «φίλτρο της αγάπης». Και θα το άφηνε να ξεχυθεί σε όλον τον κόσμο για να ποτίσει το μεδούλι των ανθρώπων και να κάνει τη ζωή τους παραμύθι. Χωρίς κακές μάγισσες και μαύρα σύννεφα. Και μάλιστα δε θα έγραφε στα κιτάπια της τη μαγική συνταγή για να μη βρει ποτέ κανείς το αντίδοτο…