Δε φεύγουν ποτέ οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας

Δε φεύγουν ποτέ οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας

Δε φεύγουν ποτέ οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας.

Όχι, δε φεύγουν ποτέ μακριά.
Δεν τους αφήνει η αγάπη να φύγουν.

Γίνονται αστέρια να τα μετράμε τις φεγγαρένιες νύχτες, με τα χέρια διπλωμένα για προσκεφάλι.
Γίνονται μυρωδιές από χωριάτικες πίτες και μελωμένους φουσκωτούς λουκουμάδες.
Γίνονται μυρωδιές που χτυπούν απροειδοποίητα τα ρουθούνια μας για να χαμογελάμε.

Δε φεύγουν ποτέ οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας.

Γίνονται ιστορίες για καλοκαίρια και χειμώνες, με γέλια και γλυκά νοσταλγικά δάκρυα.
Γίνονται μνήμες από αναποδογυρισμένες γλάστρες, κλεμμένα κρυμμένα γλυκά κι απίθανες απειλές για μαλλιαρές τσουκνίδες σε κάθε αταξία.  
Γίνονται ρούχο κολλημένο πάνω μας, ρούχο να ζεσταίνει, ρούχο να προστατεύει, ρούχο που δεν ξεθωριάζει με τα χρώμα, δεν ξεχειλώνει, δε φθείρεται…
Γίνονται αέρας που δροσίζει τις φωτιές μας και φωτιά που λιώνει κάθε παγωνιά.
Γίνονται φως που φεγγίζει τα σκοτάδια μας.
Γίνονται οι εκπρόσωποί μας στο Σύμπαν, οι μεσολαβητές, οι παντοτινοί και αιώνιοι προστάτες.

Όχι, δε φεύγουν ποτέ οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας.
Μόνο πεθαίνουν.
Ναι, μόνο πεθαίνουν.
Μια μέρα μουδιασμένη και μουλιασμένη στο κλάμα.
Κλείνουν τα μάτια και αυτό ήταν.
Πεθαίνουν.

Κάνουν να ξεμακρύνουν μα είναι η αγάπη που τους γυρίζει πίσω.
Αυτή η αγάπη που έπλεξαν όσο τα μάτια τους ήταν ανοιχτά.
Αγάπη φτιαγμένη με κανακέματα, με παραμύθια, με τραγούδια.
Αγάπη καμωμένη με στιγμές και κουβέντες, με αγκαλιές, με ψευτομαλώματα και συμμαχίες.
Αγάπη γεμάτη αγκαλιές σφιχτές και φιλιά σβουρηχτά.
Στρογγυλοκάθονται αθέατα στη ζωή μας και τίποτα δεν τους κουνάει.

Όχι, δε φεύγουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας.
Μονάχα πεθαίνουν.
Τίποτα δεν κουνάει την αγάπη.
Τίποτα...

 

Του παππού που είκοσι χρόνια τώρα δεν κουνάει ρούπι από δω...
Της γιαγιάς της Έφης που από σήμερα δεν το κουνάει ρούπι από εκεί...