Κάθε φορά που δίνεις, η καρδιά σου γεμίζει αγάπη

Κάθε φορά που δίνεις, η καρδιά σου γεμίζει αγάπη

Ήταν κάποτε, μην φανταστείτε πολύ παλιά, λίγα χρόνια πριν, ένα κορίτσι που αγαπούσε πολύ το σχολείο και τα μαθήματα. Κάθε Σεπτέμβρη πλημμύριζε η καρδιά της από τα αρώματα των καινούργιων βιβλίων και γέμιζε η ψυχή της με χαρά γιατί θα συναντούσε πάλι τις φίλες της και στη νέα τάξη που θα βρισκόταν θα αποκτούσε νέες γνώσεις.

Εκεί, λοιπόν, πλάι στη χαρά της ερχόταν και θρονιαζόταν μια λύπη, που είχε χρώματα ντροπής. Μία λύπη που στεκόταν σαν κόμπος στο λαιμό και δεν την άφηνε να ανασάνει την ανέμελη αναπνοή της ζωής στα χρόνια της εφηβείας. Όση χαρά της έφερνε ο Σεπτέμβρης, άλλες τόσες έννοιες την φόρτωνε. Βλέπεις οι γονείς της δεν είχαν τη δυνατότητα να της προσφέρουν κάθε χρονιά όλα εκείνα τα καινούργια τετράδια, τις καινούργιες τσάντες, τα πολύχρωμα μολύβια και κάθε τι καινούργιο που απαιτούσε η νέα σχολική χρονιά…

Είχε μάθε να μην ζητάει, να μην απαιτεί, παρά να βρίσκει τρόπους τα παλιά, χρησιμοποιημένα της τετράδια να τα κάνει να φαίνονται καινούργια. Άλλαζε στην ετικέτα την τάξη και την σχολική χρονιά και να, ήταν ήδη έτοιμα. Ήξερε πως οι γονείς της, αν και ήθελαν, δεν μπορούσαν κάθε φορά να της αγοράζουν σχολικά. Κι εκείνη προτιμούσε να πνίγει την επιθυμία της παρά να δει στο πρόσωπο εκείνων αυτό το σφίξιμο, την απογοήτευση που δεν μπορούσαν να της προσφέρουν τα βασικά… Δεν μιλούσε μα δεν της μιλούσαν κι εκείνοι πολύ. Κι αυτή η σιωπή ανάμεσά τους όσο αβάσταχτη κι αν φαινόταν ήταν η άτυπη συμφωνία τους για πολλές καταστάσεις…

Μοναδικό της δώρο η γκρι και φούξια τσάντα της, που της αγόρασε ο θείος της λίγο πριν ξεκινήσει το γυμνάσιο και την πρόσεχε σαν τα μάτια της μέχρι που τέλειωσε το σχολείο. Αυτή η τσάντα κουβαλούσε τα όνειρά της που την σήκωναν ψηλά και υποχρεώσεις που την κρατούσαν καρφωμένη στη γη. Μέσα σε αυτή την τσάντα, που την μπάλωνε άτσαλα κάθε που δε σήκωνε άλλο το βάρος που φόρτωνε η ίδια στην ψυχή της, κουβαλούσε την εύθραυστη καρδιά της, την υπομονή και την ελπίδα πως όλα θα γίνουν καλύτερα μια μέρα…

Η λαχτάρα της, όμως, και η επιθυμία της για καινούργια τετράδια, όσο κι αν προσπαθούσε να την κάνει να σωπάσει, να μην ακούγεται, έφτασε στα αυτιά μιας νεράιδας, μιας γυναίκας που αγόρασε νέα, πολύχρωμα, μοσχοβολιστά τετράδια και της τα πρόσφερε σαν αναπάντεχο δώρο. Κι εκείνη έκλαιγε από χαρά κι ευγνωμοσύνη μαζί γιατί τώρα θα μπορούσε να γράφει στις καινούργιες τους σελίδες τις εργασίες της, να δίνει με καμάρι στον καθηγητή το τετράδιο εκείνο που δεν είχε πια φαγωμένο εξώφυλλο όσο κι αν προσπαθούσε να το διατηρεί σε καλή κατάσταση.

«Σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου», είχε πει σ’ εκείνη τη γυναίκα που της χάρισε αυτό το όμορφο δώρο.

«Εγώ σε ευχαριστώ μικρή μου, που γέμισες την καρδιά μου με αγάπη. Βλέπεις όταν παίρνουμε κάτι, γεμίζουν τα χέρια μας, ενώ όταν δίνουμε γεμίζει η καρδιά μας αγάπη», της είχε πει λιτά η γυναίκα εκείνη…

Τα χρόνια πέρασαν. Το κορίτσι μεγάλωσε, μα δεν ξέχασε ποτέ τη γυναίκα εκείνη που είχε πάντα ξεχωριστή θέση στην καρδιά της και που δεν υπήρχε μέρα που να μην την ευχαριστεί για το όμορφο δώρο που της είχε κάνει μα και για το σπουδαίο μάθημα που της είχε διδάξει. Σε κάθε ευκαιρία έδινε, έδινε με την καρδιά της κι εκείνη γέμιζε από χαρά και αγάπη…

Κάπου άκουσε για ένα άλλο κορίτσι, που είχε ανάγκη από τετράδια για το σχολείο… κι αμέσως ζωντάνεψαν όλες εκείνες οι στιγμές, όλα τα συναισθήματα που ποτέ δεν ξέχασε, μα ευγνωμονούσε γιατί αυτά την σμίλεψαν στον άνθρωπο που έγινε σήμερα. Χωρίς δεύτερη σκέψη φρόντισε να αγοράσει τα απαραίτητα και να τα προσφέρει αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες και περιττή φασαρία. Άλλωστε γνώριζε καλά αυτό το συναίσθημα του να μην έχεις και να θες, του να λαχταράς αλλά να πρέπει να συμβιβαστείς γιατί οι συνθήκες το επιβάλλουν.
Δεν έχασε χρόνο, πήγε και πήρε όσα θα χρειαζόταν η μικρή εκείνη που στο πρόσωπό της καθρέφτισε τη δική της εφηβεία. Και λαχταρούσε την ώρα που θα της τα δώσει για εκείνο το χαμόγελο που θα έβλεπε να ζωγραφίζεται στα χείλη της και για την αναπάντεχη αγκαλιά που εισέπραξε. Εκείνη την αγκαλιά που κόλλησε και τα τελευταία κομματάκια αυτής της πληγωμένης της ανάμνησης και την θεράπευσε.

Ήταν η σειρά του κοριτσιού εκείνου να την ευχαριστήσει και στα λεπτά που κράτησε η αγκαλιά τους, να την γεμίσει με αγάπη. Κι ήταν η δική της σειρά  να της πει

«Κάθε φορά που δίνεις η καρδιά σου γεμίζει αγάπη. Εγώ σε ευχαριστώ…»

Το κορίτσι και τα τετράδια
Χαρά Μαρκατζίνου