«Καλύτερα να πούμε ναι. Το όχι χρειάζεται αγώνα»

«Καλύτερα να πούμε ναι. Το όχι χρειάζεται αγώνα»

28η Οκτωβρίου 2020.

Αν από τη σημερινή ημέρα και μια απάντηση αρνητική ή θετική, θα μπορούσε να επηρεαστεί η είσοδος της Ελλάδας σε παγκόσμιο πόλεμο, τι σκέψεις θα επικρατούσαν στο μέσο Έλληνα, που μετά τις απαισιόδοξες ειδήσεις για την πανδημία, θα καθόταν να απολαύσει το βραδινό reality;

«Και τώρα τι γίνεται; Όταν ήμουν μαθητής, δε μπορώ να πω, ήμουν πάντα συνεπής στις εκδηλώσεις. Θεωρούσα την παρουσία μου φόρο τιμής στους νεκρούς. Δεν ήταν η ανάγκη να μη ξοδεύω απουσίες, που με έκανε να παραβρίσκομαι. Δεν μετρούσα το χρόνο, για να ξεφύγω από την υποχρέωση. Ζούσα τα δρώμενα. Εισχωρούσαν στον παιδικό μου ψυχισμό και με γέμιζαν με μια δανεική περηφάνια.

Εκείνα τα χρόνια όμως ανήκουν στο παρελθόν και εγώ επιτέλεσα όσο μπορούσα το καθήκον μου στους πεθαμένους. Είναι εποχές τώρα να κάνουμε το καθήκον μας ως ζωντανοί; Έχουμε βρει μια σειρά, η ζωή μας ακολουθεί μια πορεία. Δε λέω έχουμε οικονομικά προβλήματα. Είναι και η πανδημία, που έχει τροποποιήσει τα πάντα. Οι περισσότεροι όμως γνωστοί μου, δε θα έλεγα ότι πεινάνε. Και μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, είναι όσοι δικοί μου νόσησαν.  

Tότε οι άνθρωποι πεινούσαν πραγματικά, οπότε δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Ναι, νομίζω πως για αυτό το λόγο, υπήρχε αυτή η γενική συστράτευση. Όταν κάποιος είναι χορτάτος, φοβάται περισσότερο την πείνα. Οι εποχές έχουν αλλάξει, δε γίνεται να πρέπει να πολεμήσω.

Τότε τι υπήρχε; Διασκέδαση, σε επίπεδα στέρησης. Ποιότητα ζωής, ανύπαρκτη. Συνήθειες, ταπεινές και επαναλαμβανόμενες. Άλλωστε τι όνειρα να είχαν τότε; Δε ξέρω καν αν είχαν συναίσθηση του τι θα πει ζωή. Ποιες φιλοδοξίες είχαν; Ποιους στόχους ήλπιζαν να προσεγγίσουν; Ίσως κάποιοι που ξεχώριζαν και ξέφευγαν από τη μάζα, να είχαν την αλαζονεία να ονειρεύονται. Σε γενικές γραμμές όμως, υπήρχε μια αποδοχή της κατάστασης και μια κατανόηση της προσωπικής μοίρας για τον καθένα.

Τώρα δεν είναι έτσι. Ίσως για αυτό εγώ, εσύ, ο άλλος, σκεφτόμαστε τα πάντα διαφορετικά. Δεν είναι καιρός για θυσίες. Έτσι και αλλιώς θυσιάζουμε τόσα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, για να μην εκτεθούμε στον ιό. Και άλλωστε χρωστάμε τίποτε σε αυτή τη χώρα; Τότε η πατρίδα τους ήταν η στέγη τους, η ασφάλειά τους. Τώρα η χώρα καταρρέει και αυτό συμβαίνει πέρα από τη γενικότερη ανασφάλεια. Και που έμεινα εδώ, τόσο καιρό να παλεύω πολύ είναι. Τι μου έδωσε αυτή η χώρα για να της δώσω τη ζωή μου;

Έχω τόσους γνωστούς που δεν το πάλεψαν καν σε οικονομικό επίπεδο, ώστε να τη βοηθήσουν να ορθοποδήσει. Και καλούμε εγώ να το κάνω με τη ζωή μου; Νομίζω καλύτερα να πούμε ναι. Το όχι χρειάζεται αγώνα. Είναι καιρός για όχι; Προτιμώ το σπιτάκι μου, χωρίς τη μάσκα. Μια δουλειά να μου αποφέρει τα βασικά, με μάσκα. Μια βόλτα να παίρνω λίγο αέρα, με τη μάσκα. Ας εξαφανίστηκαν οι αγκαλιές, τα φιλιά και οι φιλικές συγκεντρώσεις.

Πολλές φορές ήταν ανούσιες και καταναγκαστικές συνήθειες. Εξακολουθεί να υπάρχει το internet, το skype, το viber, οι διαδικτυακές παρέες. Χωρίς ταλαιπωρία, χωρίς μπες βγες. Από το σπίτι, με κουστούμι, με πιζάμες, γυμνός. Προφανώς οι άνθρωποι του '40 δεν είχαν τίποτε να χάσουν. Η ζωή τους ένοιαζε από την αρχή της χαμένη. Αγωνιώδης, κοπιαστική, ταλαίπωρη. Για αυτό εκείνη η συστράτευση. Τώρα έχω το κρεβάτι μου το μαλακό, το μοντέρνο μου αυτοκίνητο, το καλοριφέρ μου το ζεστό, την smart τηλεόραση μου. Την υπέροχη σπιτική μου θαλπωρή. Τα πόδια μου ξέμαθαν το κρύο, τα χέρια μου ξέμαθαν τους κάλλους, το σώμα μου ξέμαθε τις ψείρες. Ας μη γίνω ποτέ τραγούδι σε σχολική εορτή. Μια ζωή έχω».

Από μακριά ακούστηκαν τραγούδια για την επέτειο του '40. Πήρε δύο χαρτοπετσέτες από το κομοδίνο και τις σφήνωσε στα αυτιά του. Τέντωσε βίαια τα δάκτυλά του, άρπαξε την κουβέρτα σαν να ήθελε να τη στραγγαλίσει και τυλίχτηκε με αποφασιστικότητα από κάτω της. Μα όσο και αν ήταν σίγουρος για την ορθότητα της επιλογής του, όσο και να επιχείρησε να αποκόψει από το σώμα του κάθε εξωτερικό ερέθισμα, το άκουσμα από κάποιο ραδιόφωνο και οι στίχοι “παιδιά της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά”, τον έκανε να κλάψει γοερά.

Και θυμήθηκε τα δάκρυα των γονέων του και της γιαγιάς του, όταν ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου, πριν πολλά χρόνια άκουγαν το ίδιο τραγούδι. Και εκείνος μαθητής δημοτικού, προστατευμένος στην αγκαλιά τους, σκούπιζε με τα ακροδάχτυλά του τις καυτές τους σταγόνες.