Καμία γυναίκα δε θα έπρεπε να είναι θύμα βίας

Καμία γυναίκα δε θα έπρεπε να είναι θύμα βίας

Πάει καιρός που ένα δεν συνοδεύει κάθε φράση της για εκείνον.

Δεν έφταιγε, δεν το είχε ξανακάνει, δεν θα το επαναλάβει...
Και το μέικ-απ αναλαμβάνει να καλύψει τα πρησμένα από το κλάμα μάτια.
Τα υφάσματα το γεμάτο μελανιές κι εκχυμώσεις κορμί.
Γυαλιά ηλίου για το θλιμμένο βλέμμα κι ένα φουλάρι για να καλύψει τα αποτυπώματα του στο λαιμό.

Κι η ψυχή;
Τρύπια, ματωμένη, επιφανειακά παρηγορημένη μα με κομμάτια της να λείπουν.
Χαμένα από καιρό, τα βαθουλώματα της να μπάζουν αέρα κι εκείνη να πονά περισσότερο από το σώμα.
Αλλά δεν υπάρχει πανάκεια και βάλσαμο για το πόνο αυτό.

Και μαθαίνει να ζει με αυτόν και μέσα σε ρήματα προσεκτικά διαλεγμένα σε χρόνο μελλοντικό. Θα αλλάξει, θα σταματήσει, θα το μετανιώσει, θα μου ζητήσει συγχώρεση ,θα μείνω για τα παιδιά, για τους γονείς μου, για εκείνον. Τόσες τα πέρασαν αυτά και δεν έφυγαν, έμειναν στο γάμο, στη σχέση, στη τυραννία.
Στα χέρια που έπαψαν να χαϊδεύουν κι επέλεξαν να τιμωρούν χωρίς αιτία απλά γιατί μπορούν. Τον τελευταίο καιρό κατάλαβε πως φταίει κι εκείνη το προκαλεί, είναι και πιεσμένος, τόσα προβλήματα, είναι καλός, σύζυγος, πατέρας, σύντροφος.

Θα περάσει... εισβάλλει πάλι ο μελλοντικός χρόνος στο μυαλό της κι η ψυχή ας ξεπαγιάζει σε κάθε φωνή, βρισιά, χαστούκι. Κι ούτε κλαίει πια, σαν κούκλα ακίνητη στέκει να περιμένει τη λήξη έτοιμη πάλι για συγχώρεση. Μακρύς ο κατάλογος όλων των γυναικών που το έζησαν, ζουν, θα ζήσουν.
Άλλες μάζεψαν κομμάτια και τα έκλεισαν σε μια βαλίτσα φεύγοντας μακριά. Άλλες βρέθηκαν νεκρές κι αβοήθητες γιατί κάνεις δεν άκουγε ποτέ τίποτα. Άλλες έμειναν γιατί δε βρήκαν το κουράγιο να φύγουν, από ντροπή, από φόβο, από συγκατάβαση.
Κανένας τύραννος δεν άλλαξε, κανένα χέρι δε σταμάτησε να ραπίζει.
Και καμιά όμως δεν θα έπρεπε να είναι θύμα βίας.