Πώς πρέπει να φερθούμε στα παιδιά μας στην καραντίνα;

Πώς πρέπει να φερθούμε στα παιδιά μας στην καραντίνα;

Όλοι, όσοι είμαστε γονείς, αυτές τη δύσκολη εποχή, σίγουρα θα έχουμε προβληματιστεί για τα παρακάτω;

Πώς μιλάμε στα παιδιά για την πανδημία, ακόμα και για το θάνατο.

Πώς διαχειριζόμαστε τα παιδιά μέσα στο σπίτι, την περίοδο του εγκλεισμού.

Πώς τηρούμε τα όρια και τους κανόνες κι αν αυτά που είχαμε δημιουργήσει τόσον καιρό μαζί τους χρειάζονται να διαμορφωθούν διαφορετικά.

Αν η σχέση που με κόπο έχουμε χτίσει με τα παιδιά μας κινδυνεύει όταν τα όρια είναι αδιαπραγμάτευτα.

Αν η κρίση αυτή θα αφήσει στα παιδιά μας κατάλοιπα.

Είναι φυσιολογικό τα παιδιά να επηρεαστούν άμεσα από την δική μας ψυχολογική κατάσταση και να συντονιστούν με τις δικές μας συναισθηματικές αλλαγές. Έτσι, χρειάζεται να παραμείνουμε ψύχραιμοι όχι μόνον όταν μιλάμε σε αυτά στη νέα καθημερινότητα μας, αλλά κι όταν επικοινωνούμε μαζί τους για τα όσα συμβαίνουν ή όταν μιλάμε με άλλους στο τηλέφωνο για την παρούσα κατάσταση.

Όπως σε κάθε περίπτωση που προσπαθούμε να τα διδάξουμε κάτι, είμαστε το παράδειγμά τους και μπορούμε να τα βοηθήσουμε να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, μιλώντας τους με ειλικρίνεια για τις δικές μας ανησυχίες και τα δικά μας συναισθήματα, χωρίς υπερβολικές αντιδράσεις, χωρίς να προσποιηθούμε ότι όλα είναι καλά και ότι δεν συμβαίνει τίποτε. Ας μην αφήσουμε την φαντασία τους να καλπάσει και να εντείνει ακόμη περισσότερο τον φόβο τους. Ας είμαστε διαθέσιμοι, φυσικά και συναισθηματικά κι ας μην διστάσουμε να πούμε «δεν ξέρω» εάν κάτι δεν το γνωρίζουμε. Μπορούμε ίσως να το μάθουμε και να τους το απαντήσουμε αργότερα. 

Είναι σίγουρο πως τα παιδιά μας, όπως κι εμείς, θα νιώσουν σύγχυση, δυσφορία, φόβο και άγχος, θα στεναχωρηθούν, θα θυμώσουν για όσα συμβαίνουν και για τις συνέπειες στην καθημερινότητά τους. Ωστόσο, έχουν δυσκολία στο να εκφράσουν λεκτικά τα συναισθήματά τους γι’ αυτό θα το κάνουν με τη συμπεριφορά τους. Έτσι, μπορεί ήδη να έχετε παρατηρήσει τα εξής: 

Εναλλαγές στην διάθεσή τους με περάσματα από μια υπερβολική ενεργητικότητα σε μια απόσυρση και βαρεμάρα. 

Επιθετικότητα. 

Έντονη προσπάθεια να κερδίζουν διαρκώς την προσοχή ή να βρίσκονται συνεχώς κοντά μας. 

Άρνηση για συμμετοχή στις οικογενειακές δραστηριότητες και γενικά απειθαρχία. 

Αναφορά για σωματικούς πόνους και προβλήματα με τον ύπνο. 

Άρνηση να βγουν έξω ακόμα και στις λίγες ευκαιρίες που τους δίνονται.

Διάθεση να βλέπουν περισσότερη τηλεόραση.

Συχνές αναφορές στον θάνατο.

Αν θέλουμε να αποκωδικοποιήσουμε το πώς αισθάνονται τα παιδιά μέσα από τις παραπάνω συμπεριφορές, αρκεί να ρωτήσουμε τον εαυτό μας πώς αισθανόμαστε όταν συμπεριφέρονται έτσι. Αν, για παράδειγμα, μου δημιουργεί θυμό ή απογοήτευση το ότι το παιδί μου επιδεικνύει ανυπακοή, το πιθανότερο είναι ότι και το παιδί μου είναι θυμωμένο ή απογοητευμένο. Είναι ευκαιρία τώρα να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να μάθουν να ονοματίζουν τα συναισθήματά τους, να μας μιλήσουν γι’ αυτά, να τα ρωτήσουμε πώς νιώθουν με τις αλλαγές που έχουν προκύψει στο πρόγραμμά τους και με όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες. Χωρίς να τα κρίνουμε είναι ανακουφιστικό να τους πούμε ότι είναι πολύ φυσιολογικό να φοβούνται και να αγχώνονται και ότι θα είμαστε μαζί για να φροντίσουμε ο ένας τον άλλον. 

Είναι σημαντικό να ειπωθεί πως ένα από τα πιο συχνά αισθήματα που βιώνουν τα παιδιά είναι η ενοχή. Ακόμη και αν δεν το εκφράζουν, ας είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι η ενοχή υπάρχει κάπου στην ψυχή τους αυτές τις μέρες. Γι’ αυτό είναι πολύ ωφέλιμο, όταν μιλάμε για αυτές τις δύσκολες καταστάσεις να τους διευκρινίζουμε ότι αυτά δεν φταίνε σε κάτι... 

Για να βοηθήσουμε και να φροντίσουμε όμως ουσιαστικά τα παιδιά κι όχι απλά να διεκπεραιώσουμε, αρχικά πρέπει να φροντίσουμε τους εαυτούς μας. Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε αποδεχτεί εμείς πρώτα αυτή τη νέα κατάσταση, να έχουμε βρει μία εσωτερική ισορροπία η οποία μας δίνει τη δύναμη, το κουράγιο κι όλους τους πόρους που είναι αναγκαίοι για να στηρίξουμε τον εαυτό μας, το σύντροφό μας, τα παιδιά μας και όλους τους αγαπημένους μας αυτή τη πρωτόγνωρη για όλους περίοδο. Χρειάζεται να φροντίσουμε τις δικές μας ανάγκες για ξεκούραση, προσωπικό χρόνο και χώρο, άσκηση ή όποια άλλη ασχολία μας είναι αρεστή και εφικτή εντός των περιορισμών που έχουμε όλοι υποστεί. Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις μεταξύ των ζευγαριών.

Χρειάζονται φροντίδα, άνοιγμα και μοίρασμα γιατί εκτός των άλλων μπορεί να αντιμετωπίζονται παράλληλα οικονομικά θέματα, απώλεια εργασίας, ανησυχία για ευπαθείς γονείς ή άλλους συγγενείς και φίλους, ανησυχία για το μέλλον κλπ. Αυτά δεν πρέπει να υποτιμηθούν και να μη δοθεί χώρος στο ζευγάρι για να φροντιστούν και να παρθούν τυχόν αποφάσεις, δίνοντας προτεραιότητα στην απασχόληση των παιδιών. Αν αυτά τα θέματα αγνοηθούν, δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερο άγχος στους γονείς κι άρα σε όλη την οικογένεια και δυναμιτίζουν την προσπάθεια για την ομαλή διαβίωση μέσα στο σπίτι με τις ήδη δύσκολες παρούσες συνθήκες.

Επίσης, είναι πολύ σημαντικό να έρθουμε σε επαφή για το πως σκεφτόμαστε για θεμελιώδη και δύσκολα να αγγιχτούν θέματα, όπως είναι ο θάνατος, τι θα συμβεί στα παιδιά μας αν πάθουμε κάτι εμείς ή η στέρηση της ελευθερίας μας. Τα παιδιά μας, μπορεί να νοιώθουν ακόμα πιο έντονα αυτό το άγχος και να είναι πιο ευαίσθητα. Το θέμα του θανάτου λοιπόν μπορεί να εμφανιστεί σαν απορία που θα χρειαστεί εξηγήσεις κι αυτό είναι πολύ εντάξει να συμβαίνει.
Αν εμείς έχουμε ηρεμία μέσα μας γι’ αυτό το θέμα, θα μπορέσουμε να απαντήσουμε στα παιδιά μας με φυσικότητα για την αλήθεια που πιστεύουμε. Μπορούμε να εξηγήσουμε, μέχρι εκεί που ρωτάνε, τι πραγματικά συμβαίνει και για την αρρώστια και για το θάνατο, με λέξεις που μπορούν να κατανοήσουν χωρίς λεπτομέρειες που θα τα ταράξουν. Αν δεν είμαστε και τόσο εξοικειωμένοι με το θέμα του θανάτου (όσο μπορεί να είναι εξοικειωμένος κάποιος με αυτό το θέμα…), ένα βιβλίο που ίσως να βοηθήσει είναι το «Στον κήπο του Επίκουρου» του Ι. Γιάλομ.

Σχετικά με την πανδημία, μπορούμε να τους πούμε με ψυχραιμία, ότι υπάρχει μια ίωση που κυκλοφορεί και μένουμε σπίτι, όπως όταν είμαστε άρρωστοι, για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, την οικογένειά μας, τον παππού και την γιαγιά. Είναι έτσι μία ευκαιρία να καλλιεργήσουμε στα παιδιά την αλληλεγγύη, τον αυτοέλεγχο και την ανθρωπιά.  

Φαίνεται πως είναι σημαντικό, όπως και για τους μεγάλους, έτσι και για τους μικρούς, να μπορούν να επικοινωνούν με τους φίλους τους μέσα από βιντεοκλήσεις, τις οποίες μπορούμε να εντάξουμε στο καθημερινό τους πρόγραμμα που είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο. Είναι σχεδόν η σανίδα σωτηρίας μας, ειδικά αυτές τις μέρες που όλα όσα ξέρουμε μοιάζουν να καταρρέουν. Επειδή ακριβώς, αυτό είναι ένα νέο πρόγραμμα «ειδικών συνθηκών», θα χρειαστεί να αναθεωρηθούν τα όρια και οι κανόνες κι αυτό διδάσκει τα παιδιά ότι δεν είμαστε άκαμπτοι αλλά προσαρμοζόμαστε σε κάθε συνθήκη.

Η παραπάνω συναναστροφή με τα παιδιά, μέσα σε ένα χώρο κλειστό, όλοι μαζί, σίγουρα είναι εξουθενωτική για τους γονείς και μπορεί η δύναμη, η αντοχή μας, η σταθερότητά μας να δοκιμάζονται. Μπορεί ακόμα και να φοβόμαστε τη σύγκρουση με τα παιδιά μας για να μη δοκιμαστεί η σχέση ή για να μη δημιουργήσουμε τραύματα στα παιδιά μας. Το μεγαλύτερο άγχος όμως των παιδιών, είναι όταν βιώνουν το χάος της ελευθερίας που τους αφήνεται, το βάρος της ευθύνης να επιλέξουν για τον εαυτό τους, που είναι δυσανάλογο για την ηλικία τους, όταν οι γονείς είναι λιπόψυχοι να επικοινωνήσουν και να διατηρήσουν τα όρια και να πουν «όχι».
Τα παιδιά αισθάνονται ασφαλή με έναν δυναμικό γονέα που εφαρμόζει το πλαίσιο προστασίας, παρά με έναν ελαστικό γονέα που αφήνει πολλές ελευθερίες απ’ όπου το παιδί μπορεί τελικά να ξεγλιστρήσει κι από τη σχέση. Ας μη φοβόμαστε πως η σχέση με τα παιδιά μας μπορεί να χαλάσει, με τα «όχι». Μέσα στα χιλιάδες πράγματα που παρέχουμε κι επιτρέπουμε καθημερινά, κάποια, επιτρέπεται να «μην επιτρέπονται». Πάντα, οι φόβοι είναι δικοί μας, οι αγωνίες δικές μας, οι αδυναμίες δικές μας, το ίδιο κι αγώνας για να «βοηθήσουμε» τα παιδιά. Στην ουσία είναι ένας αγώνας για να «βοηθήσουμε» τον εαυτό μας να είμαστε καλοί και σωστοί γονείς, όπως φανταζόμαστε ή όπως επιθυμούσαμε να είχαν υπάρξει οι γονείς μας. 

Τώρα, αν όλα αυτά που ζουν στο σήμερά τους, αφήσει κατάλοιπα, είναι το μόνο σίγουρο. Όπως αφήνει «στάμπα», κάθε τι που μυρίζω, γεύομαι, αφουγκράζομαι, νοιώθω, σκέφτομαι, συναναστρέφομαι, βιώνω στη ζωή μου. Στο χέρι μας είναι τι «κατακάθι» θα αφήσει αυτή η ιστορία σε εμάς, στα παιδιά μας, στην οικογένειά μας, στην κοινωνία μας. Όλο αυτό έχει να κάνει με τη στάση ζωής μας, με το αν βλέπουμε την όλη υπόθεση σαν ευκαιρία ή σαν απειλή. Είναι μία υπενθύμιση ότι δεν έχουμε τέλειο έλεγχο πάνω στη ζωή μας, πόσο μάλλον στη ζωή των παιδιών μας και δεν μπορούμε να τα διαφυλάξουμε απ’ όλα τα κακά που θα τα βρουν στις ζωές τους. Κι ευτυχώς που δεν μπορούμε, αλλιώς είμαι σίγουρη πως θα τους στερούσαμε από αγάπη τη δυνατότητα να πονέσουν, να πάθουν, να ζοριστούν, να δοκιμαστούν κι άρα να αλλάξουν, να μεγαλώσουν, να εξελιχθούν, να μάθουν και να δυναμώσουν, όπως δυναμώσαμε εμείς μέσα από τα όσα δεινά έχουν βρει τον καθένα μας στο μοναδικό μονοπάτι της ζωής του.
 

Λίγα Λόγια για τη Στεφανία Ρουλάκη:

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Σπούδασε Διαφήμιση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Συμβουλευτική Ψυχικής Υγείας και Ομαδική Ψυχοθεραπεία. Εργάστηκε σε μεγάλες, πολυεθνικές επιχειρήσεις και μικρότερες ελληνικές. Για κάποια χρόνια είχε τη δική της επιχείρηση, ένα μεσιτικό γραφείο. Από το 2015 και μετά, εργάζεται σαν θεραπεύτρια, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας. Έχει ένα κοριτσάκι 4 χρονών και μένουν με τον σύντροφό της στο Μοσχάτο. Αγαπά πολύ την οικογένειά της, τους φίλους της, τη δουλειά της, το διάβασμα, τη συγγραφή, τα ταξίδια, τη μαγειρική, τη ζωή. Περιμένει την έκδοση του πρώτου της βιβλίου με τίτλο: “Εγώ θα ζήσω». Έχει συμμετάσχει σε ένα διαγωνισμό πεζογραφίας, έχει γράψει διηγήματα, παιδικά παραμύθια και ποιήματα. Διατηρεί τη στήλη «θα γίνει της καραντίνας», στο ιστολόγιο «Λόγω γραφής».