Αγαπημένο μου ημερολόγιο, δε συνηθίζεται η καραντίνα!

Αγαπημένο μου ημερολόγιο, δε συνηθίζεται η καραντίνα!

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Τι κακό μας βρήκε πάλι; Δε μας έφτανε το πρώτο lockdown τώρα μας ήρθε καπάκι και το δεύτερο! Βετεράνους δε μας λες γιατί τούτο το δεύτερο σαν μολύβι έχει κάτσει στο στομάχι, σαν τους παραβρασμένους γίγαντες!

Τι σου’ λεγα, ημερολογιάκι μου; Α, ναι. Ζορίζομαι πολύ. Και δε θα έπρεπε. Αφού έχουμε στο βιογραφικό την πρότερη εμπειρία. Ξέρουμε! Κι όπως λέει και το Δεσποινάκι, καλή της ώρα, «η πρώτη φορά είναι δύσκολη, μετά συνηθίζεις». Αμ δε! Η καραντίνα μάλλον δε συνηθίζεται…

Από δουλειές, μη φανταστείς. Δεν έχω εκείνο τον οίστρο που ξεσηκώνεις όλο το σπίτι ανάποδα, το τινάζεις και το ξαναβάζεις στη θέση του. Ούτε καμιά κάψα έχω με τα σεμεδάκια και τα κοφτά. Τις ντουλάπες προχτές μόλις τις έφτιαξα. Ξύλιασα με την αλλαγή του καιρού. Μα το ’πε ο σορ Διονύσιος της μετεωρολογίας: θα χαλάσει ο καιρός. Αλλά πού εγώ; Σαν πως βλέπω και καθόλου τηλεόραση να ενημερωθώ. Που πόλεμος να γίνει, χαμπάρι δε θα πάρω, παρά μόνο από τις σειρήνες που θα ουρλιάζουν… Αν πεις για τις κουρτίνες, αυτές τις κρέμασα ασιδέρωτες. Έτσι κι ήταν εδώ η μάνα μου, ανάποδα από το μπαλκόνι θα με κρέμαγε! Όχι, με φαντάζεσαι κρεμαστή από το μπαλκόνι; Και θ΄ άντεχε το κάγκελο; Γιατί όσο να πεις είμαι και μπαμπάτσικη. Κι όπως θα με είχε κρεμασμένη θα μου έριχνε κι έναν εξάψαλμο περί νοικοκυροσύνης. Τι να κάνω κι εγώ; Είπα να εμπιστευθώ τους νόμους της βαρύτητας και ν’ αφήσω τις κουρτίνες να αυτό-σιδερωθούν με το βάρος τους.

Ό,τι ήταν να ξεσηκώσω από Πετρετζίκη το έκανα την προηγούμενη φορά. Τώρα προχωρώ σε μια απλή ρεπετασιόν βάζοντας τη δική μου πινελιά, όπως πάντα, με λίγο πιπεράκι παραπάνω. Ε, καλά… μπορεί να πέσει και λίγο παραπάνω. Τι να πει και το παιδί, που τρώει και μοιάζει με μικρό δράκο που πετάει τις πρώτες του φλόγες από το στόμα, προσπαθώντας να ρυθμίσει την ένταση της φωτιάς. Κι άλλες πάλι φορές που αρπάζει το φαγητό, γιατί χάνομαι στις σελίδες κάποιου βιβλίου ή μιλώ στο τηλέφωνο, το παιδί το τρώει και μου λέει «Μαμά, τι ωραία γεύση που έχει». Εγώ σταυροκοπιέμαι. Βρε συ, λες να της αρέσουν τα καπνιστά; Αν είναι να τα καπνίζω σκόπιμα. Να ξέρεις, ημερολογιάκι μου, καμιά μέρα με τούτα και μ’ εκείνα θα έρθει η Πρόνοια να μου το πάρει το παιδί.

Χτες της έφτιαξα γλυκό κυδώνι. Μη νομίζεις πως ήξερα. Πρώτη φορά το προσπάθησα και βγήκε νόστιμο. Η τύχη ευνοεί τους πρωτάρηδες. Χα! Μα, ήθελα να δοκιμάσει κι εκείνη λίγη γλύκα από αυτή που είχε τόση αγάπη, όταν η δικιά μου μάνα έφτιαχνε γλυκό του κουταλιού. Στο καλό, πάλι συγκινήθηκα. Τι τα θες, ημερολογιάκι μου; Μου λείπει κι ας γκρίνιαζε εκείνη, ας θύμωνα εγώ. Ορίστε να, τα σιρόπια, οι ζάχαρες και τα μελό. Δε θέλω και πολύ να με πάρουν τα ζουμιά. Ζαμέ, όμως, που λένε και οι Γάλλοι, δε θα με πάρει από κάτω.

Και πού να με πάρει θα μου πεις; Και με το δίκιο σου. Μας έχει φάει η μοναξιά, αυτή του Πάντζα στην ελληνική ταινία με τα εφτά πετσιά. Πώς να φλερτάρεις, ημερολογιάκι μου; Όλοι κλειδαμπαρωμένοι είναι. Άσε που αν συναπαντήσεις και κανέναν στη βόλτα για την άσκηση – ξέρεις κωδικός 6 - δεν βλέπεις πρόσωπο, πίσω από τις μάσκες. Δυο μάτια κι αυτά προβληματισμένα. Όχι, ημερολογιάκι μου! Δεν την πατάω! Γιατί, αν δε βγάλει τη μάσκα, να βεβαιωθείς πως δεν είναι ξάδερφος μακρινός του Κουάσι, δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Κι αν βγάλει τη μάσκα, παραμονεύει ο κορονοϊός και το πρόστιμο. Ε, όχι να βρεθούμε και χρεωμένοι για μια αρσενική Ταϋγέτη! Για τους ιντερνετικούς δε θα σου περιγράψω. Με όλους τους καλημεροκαλησπεροκαληνυχτάκηδες, που άλλη δουλειά δεν έχουν παρά να στέλνουν τα ανορθόγραφα μηνύματά τους. Θα μου πεις κι εσύ «παράξενη είσαι. Δεν είχαν όλοι τον Μπαμπινιώτη στο αίμα τους». Το δέχομαι! Είχαν, όμως, την προηγούμενη καραντίνα να μάθουν μια δυο λέξεις ορθογραφία. Κι αν δεν προλάβαιναν, ας χρησιμοποιήσουν εκείνον τον κορέκτορα να γλιτώσω κι εγώ την επόμενη επίσκεψη στον οφθαλμίατρο. Τσιτωμένα τα νεύρα, ημερολογιάκι μου. Τα βλέπεις; Ζητείται επειγόντως έρωτας. Πόση ποια υπομονή να κάνω, το κουκλάκι το ζωγραφιστό; Πες μου! Άσε που ένα συνοικέσιο έμεινε στη μέση. Άτιμη καραντίνα!!!!

Μα να σου πω και το άλλο, έτσι που τα κουβεντιάζουμε τα δυο μας: Από το να βρεθεί κανένας έρωτας ζαβός, τσιγκούνης, παραξενίδης, άσε ρε συ έρωτα, μη ρίξεις βέλη. Βγες κι εσύ σε αναστολή και ανάμεινε για το επίδομα των οκτακοσίων ευρώ. Δύσκολες οι σχέσεις γίνανε… Προχθές που βγήκα ν’ απλώσω κάτι ρούχα, καβγαδίζανε από την απέναντι πολυκατοικία, στο μπαλκόνι του τρίτου. Τον είχε βγάλει μες το κρύο και του τα έψελνε του καψερού. Καψερός ναι! Γιατί δε φτάνει που του τα έψελνε, του τα έλεγε και στα αγγλικά. Με εκείνη την επιτηδευμένη προφορά, που έχει η Παγώνα από τα Άνω Κρεμαστά, που τη φωνάζουν τώρα Πέγκυ. Ξέρεις, εκείνη την προφορά που πέρασε και δεν ακούμπησε ούτε την Οξφόρδη, ούτε το Κέμπριτζ, ούτε καν το Μασατσούτσετς βρε παιδί μου. Κι αφού ζούσαμε την ελληνοβρετανική τραγωδία σε όλες τις πράξεις, δώσ' του η κυρία να ανεβαίνει οκτάβες αγγλιστί κι εκείνος ο έρμος να προσπαθεί να την καλμάρει στα ελληνικά. Χάθηκε η συνεννόηση – αν υπήρξε και ποτέ δηλαδή – κι εγώ μπήκα μέσα μη σκεβρώσω από το κρύο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, έρωτα, άσε την τεμπελιά και ρίξε τα βέλη σου γιατί χανόμαστε! Και που είσαι; Έρωτα; Να, έναν Στέφανο, σαν αυτόν του μυθιστορήματος που διαβάζω τώρα. Έναν τέτοιον στείλε, πλιζ.

Αχ, μου λείπουν οι φίλοι μου, ημερολογιάκι μου αγαπημένο. Ναι, μου λείπει το γέλιο τους, οι πλάκες μας κι η αγκαλιά τους. Τι να σκαρφιστώ για να τους δω; Τους κωδικούς 4 και 6 τους εξάντλησα. Άστα! Έχω δοκιμάσει τα πάντα, και με Ultrex λούστηκα αλλά ακόμα φως δεν είδα. Νούμερο μεγάλο είμαι, ημερολογιάκι μου, και αυτοσαρκάζομαι. Κάνω τον κλόουν για να μην δακρύσω. Κι όχι τίποτα άλλο, αλλά σήμερα βρήκα να βάλω μάσκαρα; Σήμερα που είμαι ευσυγκίνητη; Πάει στράφι και το μακιγιάζ. Αλλά, ξέχασα, εμείς τα κουκλάκια τα ζωγραφιστά δεν έχουμε ανάγκη από μακιγιάζ. Τρομάρα μας! Ανάγκη από αγκαλιά και επαφή έχουμε, βρε ημερολογιάκι μου. Ανάγκη από αγκαλιά και επαφή…