Η πίτα της γιαγιάς

Η πίτα της γιαγιάς

Σηκώθηκε απ' το χάραμα κι αυτή την παραμονή Πρωτοχρονιάς...
Όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα...

Είχε πολλές δουλειές να τελέψει...
Και πρώτη απ' όλες να φτιάξει την Πρωτοχρονιάτικη πίτα σε μεγάλο πιτοτάψι με δικά της φύλλα φτιαγμένα με μεράκι -κι ας μην τη βαστούσε πια η μέση της- και να τη στείλει με τον κύρη της στον ξυλόφουρνο του χωριού, όπως όλα της τα χρόνια από τότε που τα παιδιά της ήταν μικρά ακόμη...

Χαμογελούσε μόνη της σαν άνοιγε τα φύλλα και αναθυμούνταν τη χαρά που είχαν τα αγόρια της όταν πήγαιναν να πάρουν την πίτα μαζί με τον πατέρα τους και χώνονταν εκεί ανάμεσα στις τάβλες του φούρνου κι έψαχναν το πιτοτάψι με τ' όνομά τους...
Από μακριά ακούγονταν οι φωνές τους που μάλωναν ποιο την είδε πρώτο και γυρόφερναν τον πατέρα τους που πάλευε να μην τον ρίξουν...

Μα ξαφνικά κάτι την έπιασε κάθισε στη γωνιά της κι άρχισε να κλαίει μ' αναφιλητά.

Μα ποιον προσπαθούσε να γελάσει; Τον εαυτό της; Τον κύρη της; Τα αγόρια της που 'χαν δικές τους οικογένειες πια, ή μήπως τα εγγόνια της;

Αφού αυτή η Πρωτοχρονιά δεν θα έμοιαζε σε τίποτα με καμιά άλλη...

Όλα είναι τόσο διαφορετικά, τόσο κρύα, τόσο απόκοσμα, τόσο ξένα, τόσο αποκαρδιωτικά...
Τόσο χειρότερα και δύσκολα από κάθε άλλη.

Δίσεκτη από τις λίγες η χρονιά που πέρασε...Πόσα στέρησε στην ανθρωπότητα!

Για ποιον να φτιάξει την πίτα;
Για ποιον να γεμίσει το κόκκορα που έπεσε άδοξα στον βωμό του Πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού και πια δεν θα την ξαναξυπνήσει με τη λαλιά του;;

Για ποιον να στρώσει τα βελούδα και να φρεσκάρει τα κεντητά τραπεζομάντηλα απ' το σεντούκι;
Για ποιον να φτιάξει τα ασυναγώνιστα σιροπιαστά της;
Για ποιον; Αφού τα παιδιά της δεν θα 'ρθουν φέτος...
Αφού δε θα γεμίσει η αγκαλιά της με τα εγγονάκια της...
Αφού στο σπίτι δεν θα χτυπήσει η πόρτα... Δεν θ' ακουστούν κάλαντα από παιδικές φωνούλες... Δεν θα πάει στην εκκλησιά...

-Έρμη Πρωτοχρονιά θα 'ναι αυτή, μονολόγησε...

Σάματι θα αλλάξει και τίποτα; Σάματι θα γεννηθεί η ελπίδα πως θα πάρουμε τις ζωές μας πίσω;
Σηκώθηκε αποφασισμένη να μαζέψει τα συμπράγκαλά της...

Δε θα 'φτιαχνε πίτα φέτος...Θα 'στελνε τον κύρη της να πάρει μια μικρή από τον φούρνο. Έτσι για τ' αντέτι...Για το καλωσόρισμα της νέας χρονιάς...
Δε θα'φτιαχνε ούτε γλυκά, ούτε καν τον χαλβά που μοσχομύριζε όλη η γειτονιά σαν τον καβούρντιζε...
Θα ΄ριχνε και τον κόκκορα στο τσουκάλι να τον κάνει μια κοκκορόσουπα να ζεστάνουν τα μέσα τους γέροι άνθρωποι μονάχοι, για κάμποσες μέρες και φτάνει...
Ούτε ετοιμασίες, ούτε αγωνίες, ούτε κούραση...

Μια μέρα σαν όλες τις άλλες του Θεού, θα' ναι... Μια μέρα και θα περάσει...

Από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα στο ραγισμένο πρόσωπό της, την ώρα που παιδεύονταν να μαζέψει πλαστήρια κι αλεύρια, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Από την άλλη άκρη της γραμμής τα εγγονάκια της της έψαλλαν τα κάλαντα κι ήταν θαρρείς πιο γλυκιές οι φωνούλες τους από ποτέ!
- Γιαγιάκα μου, μην ξεχάσεις το βράδυ θα σας πάρουμε βιντεοκλήση να αλλάξουμε μαζί τη χρονιά...
Κι αύριο γιαγιάκα μου, μαζί θα φάμε το μεσημέρι...Θα σας βλέπουμε και θα μας βλέπετε...
Θα 'ναι σαν να 'μαστε εκεί...Μόνο που δεν θ' αγκαλιαστούμε...

- Άντε κλείστε κι έχω δουλειές, τα λέμε το βράδυ, είπε και πήγε να τελέψει την πίτα να προλάβει να τη στείλει στον φούρνο και ν' αερίσει το κοφτό τραπεζομάντηλο, κειμήλιο από την προίκα της, που το φύλαγε για κάθε ώρα καλή...

Και στ' αλήθεια δεν σκέφτηκε καμιά καλύτερη, απ' αυτήν την αποψινή που θα βρίσκονταν όλοι μαζί σαν οικογένεια, τη χρονιά που πέρασε και που στοίχισε τόσες απουσίες κι άδειες αγκαλιές...