Αρχικά, όλα ήταν περίεργα· δεν είχα ξαναδεί από κοντά ένα τόσο μικρό μωρό, συχνά τσίριζε, ακόμη και τη νύχτα, κι εγώ τρόμαζα· λέρωνε ατέλειωτες πάνες, έπινε γάλα με βουλιμία, κοιμόταν και ξυπνούσε με απίστευτη ευκολία.
Κι εγώ τόσο ανίδεος, φοβόμουν ακόμη και να το πιάσω, πόσο μάλλον να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, δεν ήξερα από αυτά, ήμουν απλά ένας νεαρός που κατά κάποιον τρόπο αναγκάστηκε να μείνει σε ένα σπίτι παρέα με μια λεχώνα και ένα νεογέννητο.
Ένιωθα όμως ατέλειωτη ευγνωμοσύνη για τη λεχώνα, που ήταν γυναίκα του ξαδέρφου μου· και οι δυο δέχτηκαν να με φιλοξενήσουν για ένα μικρό διάστημα ώσπου να βολευτώ, αν και όσο περνούσαν οι μέρες φάνταζε όλο και πιο μακρινό· η δουλειά που μου υποσχέθηκε ένας φίλος σε εταιρία ταχυμεταφορών στην πρωτεύουσα αργούσε και εγώ καθημερινά περίμενα ένα τηλεφώνημα που δεν ερχόταν.
Ο ξάδερφός μου έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι και μέναμε οι δυο μας, ή μάλλον οι τρεις μας. Εκείνη πολλές φορές ήταν σκυθρωπή, έκλαιγε με ευκολία, για ασήμαντες ίσως αφορμές κι εγώ της έλεγα αστεία, την έκανα να γελάει. Άλλες φορές έδειχνε πολύ κουρασμένη, δεν κοιμόταν καλά, θήλαζε νύχτα-μέρα. Υπήρχαν όμως και στιγμές που στεκόταν πάνω από το κρεβατάκι του μωρού και το χάζευε ενώ κοιμόταν, τότε πάλι έκλαιγε αλλά συγχρόνως χαμογελούσε, ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
Παράλληλα είχαμε και πανδημία, η πορεία της ήταν ανησυχητική, εκείνη φοβόταν πολύ και μου είχε ζητήσει διακριτικά να προσέχω, να μη βλέπω πολύ κόσμο. Έτσι, κατέληξα να περνώ όλη την ημέρα στο σπίτι· έμαθα να κρατώ σωστά το ανιψάκι μου, να αλλάζω πάνες, να αποστειρώνω πιπίλες.
Κάποια μέρα ακούσαμε στις ειδήσεις πως η χώρα έμπαινε πάλι σε καραντίνα, είχα την επιλογή να επιστρέψω στο σπίτι μου αλλά δεν το έκανα, ήλπιζα ότι κάτι θα γινόταν με τη δουλειά -πλησίαζαν Χριστούγεννα και σίγουρα η κίνηση θα αυξανόταν- αλλά και εκτός από αυτό, δεν ήθελα πλέον να φύγω. Μου άρεσε όταν το μωρό αποκοιμόταν στην αγκαλιά μου -έμοιαζε με αγγελούδι- είχα συνηθίσει τις εκφράσεις και τις «απαιτήσεις» του, τα κλάματά του.
Μια μέρα, ενώ εκείνη έκανε μπάνιο, το μωρό ξύπνησε και ούρλιαζε· προσπάθησα να το ηρεμήσω αλλά μάταια, έδειχνε πολύ πεινασμένο· βγήκε και το πήρε στην αγκαλιά της, τυλιγμένη με την πετσέτα, έβγαλε το στήθος και του το πρόσφερε. Τότε εγώ, στην προσπάθειά μου να βγω από το δωμάτιο έπεσα πάνω σε μια καρέκλα και όταν κάθισα στο σαλόνι, μακριά της, δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο· η εικόνα της είχε μείνει αναλλοίωτη στη μνήμη μου και τις επόμενες μέρες: εκείνη να κάθεται με το μωρό στην αγκαλιά και να του δίνει ζωή από το φουσκωμένο στήθος της, τα μαλλιά της να στάζουν και να μοσχομυρίζουν, το ανθρωπάκι που έδειχνε γαλήνιο και ευτυχισμένο, τα γυμνά πόδια της.
Τα περισσότερα γειτονικά σπίτια είχαν ήδη λαμπάκια στις βεράντες τους, την είδα πώς τα κοίταζε, να στολίσουμε κι εμείς, είπε, κι εγώ φρόντισα να φέρω το δέντρο και τα στολίδια από την αποθήκη· ήθελε να το φτιάξει μόνη της μα δεν την άφησα, την παρότρυνα να ξεκουραστεί επειδή το μωρό κοιμόταν. Όταν σηκώθηκε το βρήκε έτοιμο και ενθουσιάστηκε, την τράβηξα φωτογραφία μπροστά του αγκαλιά με το μωρό· με τις φόρμες και τα μαλλιά της ξεχτένιστα, μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και άβαφη· ίσως κάποτε να μην της έριχνα δεύτερη ματιά αν την έβλεπα έτσι στον δρόμο όμως μου φάνηκε πολύ όμορφη.
Ένα βράδυ που ο ξάδερφος δεν είχε γυρίσει ακόμη, μου είπε πως εγώ περνούσα περισσότερο χρόνο με το μωρό απ' ό,τι ο πατέρας του κι ότι αυτό ήταν παράδοξο, όλη η ζωή μας έμοιαζε παράδοξη. Έδειχνε σκεφτική, ύστερα με κοίταξε έντονα σαν κάτι να ήθελε να πει και δίσταζε· εγώ προσπάθησα να κρυφτώ, να μη καταλάβει τα συναισθήματα που πάλευαν μέσα μου.
Λίγες μέρες μετά, της ανακοίνωσα πως θα φύγω. Ετοίμασα τα πράγματά μου και το επόμενο πρωί -παραμονή Χριστουγέννων- τη χαιρέτισα, την αγκάλιασα θερμά και της χάιδεψα τα μαλλιά· με κοίταξε θλιμμένη, για λίγο έμοιαζε χαμένη· τη φίλησα σταυρωτά, σχεδόν στις άκρες των χειλιών της και πριν το μετανιώσω, ακριβώς επάνω στα χείλη, το δέχτηκε σαν να ήξερε πως θα συμβεί. Έπειτα βγήκα στο κρύο με στόμα που έκαιγε, ο παγωμένος αέρας με συνέφερε· στάθηκα στο πεζοδρόμιο και κοίταξα προς το παράθυρο του σπιτιού, με τη γελοία προσδοκία πως ίσως τη δω να μου γνέφει ή ακόμη και να με φωνάξει πίσω όμως τίποτα από τα δυο δεν συνέβη. Έφυγα χωρίς να νιώσω πικραμένος, ήξερα και ήξερε πως έτσι έπρεπε να γίνει, τουλάχιστον πήρα μαζί μου τη γεύση των χειλιών της.