Φιμωμένη μέρα.
Περασμένα μεσάνυχτα, οι χτύποι του ρολογιού ερχόμενοι από τον τοίχο απέναντί της έμοιαζαν με τις τελευταίες νότες μιας ωρολογιακής βόμβας λίγο πριν την έκρηξη. Μετρούσε τα αποτσίγαρα στο τασάκι και πάλι της έβγαιναν πολλά.
Είναι μήνες που είχε χάσει το μέτρο. Κανένα μέτρο πουθενά. Δε μέτραγε τα χρήματα, δε μέτραγε το συναίσθημα, δε μέτραγε τον πόνο, την αγάπη, το μίσος, τίποτα πια. Ένα άδειο δωμάτιο μέσα στο μυαλό της, εκεί κατοικούσε κι ας βρίσκονταν το σώμα της ανάμεσα στα στριμωγμένα έπιπλα του σπιτιού. Όλα πολλά κι εκείνη λίγη. Όλα δυνατά κι εκείνη στη σιωπή.
Η ματιά της από το μισάνοιχτο παράθυρο έπεσε σε ένα μικρό παιδί που κλότσαγε μια μπάλα στην πιλοτή της απέναντι πολυκατοικίας.
Μόνο του να παίζει ανάμεσα στις τσιμεντένιες κολώνες. Να κλοτσάει τη μπάλα και αυτή να ακολουθεί την πορεία της μοναξιάς του και να επιστρέφει πίσω τη θλίψη του. Μόνο σε ένα κόσμο μοναχικό πια, απόμακρο και φοβισμένο.
Θυμήθηκε τα παιδικά της χρόνια. Πόσο αλλιώτικα, πόσο πλούσια από φως ήταν, πλημμυρισμένα από ελευθερία, γεμάτα από χαμόγελα και αυθορμητισμό. Βγαλμένα από την ψυχή παιδιού, όπως θα έπρεπε.
Αλλιώτικα φαντάζουν όλα και αυτή ακόμα βυθισμένη στην υγρή σιωπή της από καιρό. Μια γλυκιά νοσταλγία της χτυπάει για λίγο την πόρτα και χαμογελάει και νιώθει για τόσο λίγο και πάλι παιδί. Σε εκείνα τα πέτρινα δρομάκια του χωριού να παίζει εφτάπετρο και κρυφτό, να κρύβεται στους βράχους, να γδέρνεται στα βάτα. Καμιά γρατζουνιά δεν την έκανε να λυγίζει, συνέχιζε και έπαιζε και έτρεχε και γέλαγε. Και όλα γύρω της γιορτή, σαν να ήταν πάντα πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου τα καλοκαίρια της.
Κρατά τις μνήμες της ζεστά μες στην ψυχή της, κρατά τους ανθρώπους σφιχτά μες στην καρδιά της και ας μην υπάρχουν πια γύρω της. Υπάρχουν μέσα της, κρυφά τους χαμογελά και μοιάζει το χαμόγελο αυτό με ένα ευχαριστήριο ζωής.
Η πόρτα χτυπάει, ανοίγει νωχελικά. Ένας νεαρός διανομέας τής δίνει φιμωμένος το δέμα. Φιμωμένη και αυτή. Δε μιλάει κανείς, αλισβερίσι της σιωπής. Κλείνει η πόρτα και η σιωπή δυναμώνει.
Αδιάφορα κοιτά το κουτί. Δεν το θέλει το περιεχόμενο, όμως έπρεπε να το πάρει, κάτι να γεμίσει το μέσα της από έξω. Κάτι να κάνει για να πράττει σε αυτή την απραξία που της έχει επιβληθεί. Το πέταξε σε μια γωνιά και αυτό και ύστερα κουλουριάστηκε σε μια γωνιά του καναπέ.
Έξω άρχισε να βρέχει και ο ήχος από τις ψιχάλες στα τζάμια έσπασε τη βαριά σιωπή κι έτσι αποκοιμήθηκε με το νανούρισμα του ουρανού. Άλλη μια μέρα είχε περάσει.