Η βιβλιοκριτική του Ewoman: «Διάφανη Ψυχή» της Αναστασίας Κορινθίου

Η βιβλιοκριτική του Ewoman: «Διάφανη Ψυχή» της Αναστασίας Κορινθίου

Κοντεύει μήνας από τότε που διάβασα και την τελευταία σελίδα από τη «Διάφανη Ψυχή» της Αναστασίας Κορινθίου. Συνήθως, όσο ακόμη η μνήμη της ιστορίας είναι έντονη, γράφω όσα έχω να πω αν έχω. Αυτός είναι ο δικός μου «κανόνας»: η κριτική είναι σαν τη σούπα, σερβίρεται πάντα ζεστή…

Μόνο που εδώ δεν το κατάφερα. Βασικά δεν το θέλησα. Βλέπετε αυτό το τελευταίο βιβλίο της Αναστασίας Κορινθίου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Υδροπλάνο, είναι για γερά στομάχια. Θέλει χρόνο να χωνέψεις τις ωμές αλήθειες του. Σε παρασέρνει στο λογοτεχνικό του σύμπαν σε τέτοιο βαθμό που ξεχνάς ακόμη και να πάρεις ανάσα. Για την ακρίβεια, δεν έχεις ανάσα να πάρεις, στην κόβει από τις πρώτες σελίδες.

Ο θεματικός άξονας του βιβλίου είναι εμφανής σε όλη την ιστορία: η γυναίκα και οι άπειρες μορφές κακοποίησης που μπορεί να συναντήσει. Κακοποίηση σωματική, λεκτική, ψυχική κι ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Η ιστορία του Αλέξανδρου κι όλων των γυναικών που «δέθηκαν» μαζί του είναι δυνατή και καλογραμμένη. Κουβαλάει συγκρούσεις, ανατροπές και μια ανάγκη βαθιά, που γεννιέται στον αναγνώστη από πολύ νωρίς: άραγε θα υπάρξει κάθαρση; Θα αποκατασταθεί ως οφείλει η ηθική τάξη που τόσο έχει διαταραχθεί από τις ανθρώπινες πράξεις;

Με αφορμή την καραντίνα, οι λέξεις ξεπηδούν ορμητικό ποτάμι από τη δημοφιλή συγγραφέα και παρασέρνουν στο διάβα τους όλα τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας. Οι λέξεις ξεχύνονται από τις σελίδες και παλεύουν να ξεπλύνουν τα κρίματα, να γιάνουν πληγές, ορατές κι αόρατες.

Πανταχού παρούσα στο βιβλίο, η ψυχή. Εκείνη η ψυχή που πληγώνεται, που πονά, που αλλοιώνεται, που γδέρνεται. Η Αναστασία Κορινθίου ξέρει να μιλάει για τις ψυχές τόσο καλά όσο ξέρει και να τις αγγίζει. Κι αυτό είναι χάρισμα.
Μπορεί η ονομασία «νεράιδα» να της δόθηκε για άλλο λόγο, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε και γι’ αυτό: για το μαγικό ραβδί της, που άλλοι το λένε καρδιά, άλλοι ενσυναίσθηση, άλλοι ειλικρίνεια κι άλλοι ελευθερία, απαλλαγή δηλαδή από κάθε μορφής φόβου. Αυτό το νεραϊδένιο ραβδί, ξέρει να γράφει ιστορίες που αγγίζουν, που ευαισθητοποιούν, που προβληματίζουν. Ξέρει να χτυπά αλήθειες κατάμουτρα και να φέρνει τον αναγνώστη μπροστά σε οξύμωρα διλλήματα:

                                Θέλω να δω πώς θα τελειώσει – Δε θέλω να τελειώσει!
                          Ανυπομονώ να δω το παρακάτω! – Αντέχω να διαβάσω το παρακάτω;

Έτσι είναι και η «Διάφανη Ψυχή». Την ίδια στιγμή που τη μισείς για τις αλήθειες της, την λατρεύεις γι’ αυτές.
Έκλεισα το βιβλίο λιγότερο από 48 ώρες από τη στιγμή που το ξεκίνησα. Το τελείωσα κι απόμεινα να κοιτώ το κενό, να παλεύω να μερώσω τη φουρτούνα που ξεσήκωσε μέσα μου η ιστορία.

Θα ήθελα να πάρω ένα κόκκινο μολύβι και να σημειώσω όσα με σημάδεψαν. Να κρατήσω όλες εκείνες τις λιτές μα αφοπλιστικές προτάσεις που χτύπησαν το κέντρο του στόχου:

                                              «Τολμάς να θυμηθείς;»
                                           «Ζεις ή νομίζεις ότι ζεις;»
                         «Καθρέφτη καθρεφτάκι, ποια είναι η πιο δυνατή;»

Συνειδητοποιώ, όμως, ότι δε χρειάζεται να το κάνω. Γιατί απλούστατα, κάθε μικρή και μεγάλη αλήθεια αυτού του βιβλίου χαράχτηκε στην καρδιά μου ανεξίτηλα. Μετά από αυτό, τίποτα δεν είναι πια ίδιο και χαίρομαι γι’ αυτό.

Ο κόσμος μας εκεί έξω έχει ανάγκη από επαναστάτριες. Έχει ανάγκη από ανθρώπους που σέβονται και προστατεύουν τη γυναίκα και την ψυχή της.
Εγώ νιώθω επαναστάτρια, πια. Εσείς;

Στεύη Τσούτση