Δυο ωμά ψάρια σε κορνίζα κι ένας μπαμπάς-ψαράς στον ουρανό

Δυο ωμά ψάρια σε κορνίζα κι ένας μπαμπάς-ψαράς στον ουρανό

Ποτέ στην ζωή της δεν συμπάθησε τα ψάρια. Για την ακρίβεια τα απεχθανόταν. Ούτε να τα τρώει ήθελε, ούτε να τα καθαρίζει, ούτε να τα βλέπει να σπαρταράνε όταν κάποιος τα έπιανε με το αγκίστρι. Η μυρωδιά τους την ανακάτευε και της θύμιζε το μουρουνέλαιο που έπινε όταν ήταν μικρή.

Η ζωή τα έφερε έτσι, ώστε ο άντρας που αγάπησε και μετέπειτα παντρεύτηκε να έχει παθολογική αγάπη για τη θάλασσα και χόμπι το ψάρεμα. Για αυτόν το ψάρεμα ήταν πάθος, ιεροτελεστία. Ζούσε για να ψαρεύει. Φρεσκοπαντρεμένοι ήταν, όταν πρώτη φορά της έφερε κάτι μικρά ψάρια, σπαράκια τα ονόμασε, και της ζήτησε να τα καθαρίσει και να τα τηγανίσει για να φάνε όταν εκείνος γυρνούσε από τη δουλειά. Δεν ήξερε η Αφροδίτη να μαγειρεύει και πολύ καλά, ωστόσο σιγά σιγά εξελισσόταν, αλλά να καθαρίσει ψάρια ούτε κατά διάνοια. Αυτή η γλιστερή υφή τους και το γεγονός ότι έπρεπε να τα ξεντεριάσει, να τα ξεκοιλιάσει και να τους βγάλει τα λέπια, όπως της είχε πει και της είχε δείξει η κουνιάδα της, της έφερνε ανατριχίλα και αηδία. Αποφάσισε, λοιπόν, να ρισκάρει και να πάει στον ψαρά να ζητήσει να της τα καθαρίσει. Ευτυχώς, ο Νικόλας, ο άντρας της δεν κατάλαβε τίποτα όταν εκείνη έβαλε πάνω στο τραπέζι την τηγανιά για να φάνε.

Έκτοτε, η ζωή τους ήταν έντονα συνδεδεμένη με το ψάρεμα. Πήγαιναν πάντα διακοπές σε θαλασσινό μέρος, όπου ο Νικόλας έλεγχε όλα τα κατάλληλα σημεία για να ψαρέψει. Νοίκιαζε και βάρκα, καθώς τη δικιά του την είχε στη Μαρίνα Ζέας, στο Πασαλιμάνι στον Πειραιά και δεν ήταν εύκολο να την μεταφέρει για τις διακοπές.

Μια μέρα, λοιπόν, στη Λευκάδα έπιασε μια ψαριά μεγάλη που αποτελούνταν από πολλά πετρόψαρα, όπως είπε στη γυναίκα του. Εκείνη εντυπωσιάστηκε από δύο ψάρια, χάννοι ονομάζονται, τα οποία είχαν ιδιαίτερο χρώμα: βαθύ πράσινο, με μερικές ρίγες μπλε και κόκκινες. «Τρελό τσιμπούσι θα κάνουμε το βράδυ. Δεν είναι πολύ μεγάλα είναι όμως πεντανόστιμα. Πρόσεξε, θέλουν ειδικό χειρισμό στο καθάρισμα καθώς γλιστρούν πολύ. Είδες γιατί σου είπα να πας να αγοράσεις «φαραώ» και «ακροβάτη» για δόλωμα; Αυτά κάνουν τις καλύτερες ψαριές».

2

Η Αφροδίτη έφριττε και μόνο στην ιδέα πως έπρεπε να τα πιάσει, έτσι γλιστερά που ήταν. Τόσα χρόνια αν και είχε μάθει να τα καθαρίζει, να τα ψήνει και να τα τρώει, ωστόσο δεν είχε καταφέρει ποτέ να χαλιναγωγήσει  το αίσθημα που της προκαλούνταν ότι σκότωνε και ξεκοίλιαζε έναν ζωντανό οργανισμό. Η ίδια ούτε μυρμήγκι δεν μπορούσε να πατήσει, αναγκαζόταν όμως καθημερινά σχεδόν να καθαρίζει τόνους ψάρια που πάντα της βρωμούσαν. Τη μυρωδιά τους δεν την άντεχε. Αλλά, αφού ήταν το χόμπι του άντρα της, έμαθε να το σέβεται. Πώς λέμε «Παντρεύεσαι τον άντρα, παντρεύεσαι μαζί και όλο του το σόι;»· στην περίπτωση της Αφροδίτης παντρεύτηκε και το χόμπι ή καλύτερα τον έρωτα του Νικόλα για το ψάρεμα.

Όταν ήρθε η στιγμή να πουλήσει τη βάρκα του, γιατί η υγεία του δεν του επέτρεπε πια να ψαρεύει, είχαν δράματα στο σπίτι. Έκανε καιρό να το αποδεχθεί, αν το αποδέχθηκε ποτέ. Ζήτησε από τα παιδιά του να του κορνιζάρουν τη φωτογραφία της βάρκας του και τους δύο εκείνους χάννους στην πιατέλα, όπως τους είχαν φωτογραφήσει εκείνη τη μέρα στη Λευκάδα.

Και τώρα που ο Νικόλας ο ψαράς, όπως χαϊδευτικά τον φώναζαν όλοι, έχει γίνει ένα με τα σύννεφα και πιθανόν ψαρεύει στα ουράνια πελάγη, η γυναίκα του κοιτάζει αυτές τις φωτογραφίες που έχουν φυλακίσει χιλιάδες εικόνες και αναμνήσεις από την κοινή ζωή τριάντα επτά χρόνων και σκέφτεται πως χίλιες φορές να έπρεπε να ξεντεριάζει ψάρια και να υπομένει το μαρτύριο της απαίσιας μυρωδιάς και της αναγούλας που της προκαλούσαν, παρά να τα βλέπει άψυχα μέσα από μια κορνίζα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ