Συνέντευξη στην Ιωάννα Γκανέτσα
Η Γιώτα Καλαμαρά συστήνεται στο κοινό με ένα μυθιστόρημα σε βάση ρεαλιστική και στοιχεία μεταφυσικά, θέλοντας αφενός ό,τι κάθε συγγραφέας –να πει στο κοινό μια δυνατή ιστορία− και αφετέρου να αναδείξει κάποιες από τις πιο σκοτεινές πλευρές της ζωής, αυτές των εθισμών και της κακοποίησης.
Προτροπή της στο τέλος της συνέντευξης:
ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΕΡΝΑΣ – ΜΗΝ ΓΥΡΝΑΣ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ – ΚΑΤΗΓΓΕΙΛΕ – ΣΤΗΡΙΞΕ.
Στηρίζουμε κι εμείς τη δική της προσπάθεια στο χώρο της συγγραφής, δίνοντάς της το βήμα να μιλήσει για το έργο της. Διαβάζεται, άλλωστε, με ενδιαφέρον!
Στο πρώτο μυθιστόρημά σου επιλέγεις να κινηθείς στον χώρο του μεταφυσικού, δεδομένου ότι μια σκιά παίζει τον δικό της ρόλο στην ιστορία. Ήταν τυχαίο ή σε έλκουν περισσότερο αυτού του είδους τα βιβλία, οπότε θα περιμένουμε κάτι αντίστοιχο και στο επόμενο;
Η λογοτεχνία του φανταστικού είναι πράγματι το αγαπημένο μου είδος. Την τοποθετώ -μαζί με την αστυνομική λογοτεχνία- στην κορυφή των προτιμήσεών μου. Μάλιστα, έχω παρακολουθήσει και σεμινάρια δημιουργικής γραφής πάνω στο συγκεκριμένο είδος. Αυτό τον καιρό δουλεύω ένα δυστοπικό μυθιστόρημα.
«Τα βλέπω» ο τίτλος του βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ, ο οποίος παραπέμπει στην χαρτοπαιξία. Παρόλο που ο εθισμός σε αυτή, όπως και στα τυχερά παιχνίδια γενικότερα, δεν είναι μόνο ανδρική υπόθεση, επιλέγεις άνδρα ως κεντρικό χαρακτήρα σου. Είναι γενικότερα οι άντρες πιο επιρρεπείς στα καταστροφικά πάθη;
Σαφώς και δεν είναι μόνο αντρική υπόθεση η χαρτοπαιξία, ούτε η βία. Τα πάθη δεν γνωρίζουν φύλο και είναι εξίσου καταστροφικά για όποιον τα κατέχει. Ωστόσο, πιστεύω ότι οι άντρες είναι πιο επιρρεπείς σε τέτοιες καταστάσεις.
Ο Δημήτρης, ωστόσο, δεν έχει μόνο ένα πάθος. Του αρέσει το αλκοόλ και είναι συχνά βίαιος, κακοποιητικά βίαιος. Τα πάθη είναι, θεωρείς, επίκτητα ή η ροπή προς αυτά υπάρχει από τη στιγμή που κάποιος γεννιέται και αρκεί μια σειρά συμπτώσεων ή γεγονότων για τα «ξυπνήσει»;
Είναι και τα δύο. Κάποιοι άνθρωποι το έχουν μέσα τους, αν και θεωρώ ότι πρόκειται για ένα μικρό ποσοστό. Η πλειοψηφία έχει να κάνει με βιώματα, καταστάσεις ή γεγονότα που πυροδοτούν τα πάθη. Έχει να κάνει και με την παιδεία που πηγάζει από την οικογένεια και το περιβάλλον καθένα από εμάς.
Το υπερβατικό στοιχείο, το οποίο εξασφαλίζει ότι το τέλος δεν έρχεται με την ολοκλήρωση της επίγειας ζωής, ότι η δύναμη της ψυχής υπερτερεί έναντι της αδυναμίας της ύλης και ότι το πνεύμα υψώνεται και ταξιδεύει ελεύθερο είναι, θεωρείς, μια πιθανότητα ή μια ανάγκη για ελπίδα και παρηγοριά;
Εξαρτάται από τα πιστεύω του καθενός. Προσωπικά θεωρώ ότι κανείς δεν χάνεται. Αυτοί που φεύγουν, εξακολουθούν και είναι πνευματικά μαζί μας.
Το βιβλίο είναι προϊόν μυθοπλασίας, ωστόσο, γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς με την σκληρή πλευρά της ζωής και την κακοποίηση; Τι ήταν αυτό που ενεργοποίησε την επιθυμία σου να γράψεις για την άσχημη πλευρά και όχι για κάτι άλλο;
Γενικά γράφω σκοτεινές και σκληρές ιστορίες. Εκεί με οδηγούν οι ήρωες μου κάθε φορά. Όσον αφορά στη συγκεκριμένη ιστορία, η κεντρική ιδέα είχε να κάνει με το πόκερ. Χτίζοντας το προφίλ του ήρωά μου, δημιουργήθηκε ο Δημήτρης με όλα τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζω. Ο ίδιος με πήρε από το χέρι και μου έδειξε τη ζωή του. Προσωπικά δεν έχω ζήσει περιστατικά βίας, έχω συνομιλήσει όμως με θύματα. Για αυτούς τους ανθρώπους έγραψα την ιστορία. Γιατί οφείλουμε να παρουσιάζουμε και αυτή την πλευρά της ζωής που μέχρι πριν λίγα χρόνια, ήταν ταμπού.
Ποια θεωρείς πιο επικίνδυνη μορφή κακοποίησης αυτή που κάποιος αντιλαμβάνεται ότι υφίσταται, όπως για παράδειγμα κάποια μορφή σωματικής, ή αυτή που δεν αντιλαμβάνεται, όπως κάποια μορφή ψυχολογικής;
Πρόκειται για δυο άκρως επικίνδυνες μορφές. Βάζω πιο ψηλά τη σωματική γιατί έχει συνέπειες και στην ψυχή και στο σώμα.
Ποια χαρακτηριστικά φέρει ένα ιδανικός κακός ήρωας σε βιβλίο για σένα;
Κακός είναι ένας ήρωας που έχει ένα ή περισσότερα συνδυασμένα χαρακτηριστικά που βλάπτουν με οποιοδήποτε τρόπο τους λοιπούς ήρωες ή δευτερεύοντες χαρακτήρες.
Είναι πάντα σημαντική η κάθαρση, η δικαίωση με κάποιο τρόπο; Πιστεύεις στη Θεία Δίκη;
Πιστεύω απόλυτα στη Θεία Δίκη. Ωστόσο αυτή μπορεί μερικές φορές να αργεί. Η κάθαρση, η δικαίωση που επέρχεται, απαλύνουν κάπως το σκληρό και άδικο τέλος.
Πώς ισορροπείς ανάμεσα σε μια απαιτητική καθημερινότητα και την ανάγκη για δημιουργία;
Είναι εξαιρετικά δύσκολο. Οι υποχρεώσεις είναι τόσες πολλές που συχνά αναγκάζομαι να αφήσω τη δημιουργική μου φύση στην άκρη για καιρό. Το μυαλό μου, όμως, εξακολουθεί και δουλεύει καθημερινά, επεξεργάζεται ιστορίες και ιδέες. Αρπάζω κάθε ευκαιρία για δημιουργία, μικρή ή μεγάλη.
Κλείνοντας, δώσε μας ένα αγαπημένο απόσπασμά σου από το βιβλίο, ένα που θυμάσαι έντονα γιατί έγραψες με μια ανάσα και βίωσες ίσως τη στιγμή σαν να ήταν δική σου.
Επέλεξα ένα απόσπασμα που κάνει την καρδιά μου να σφίγγεται από πόνο και συμπόνια για όλους εκείνους που βιώνουν τέτοιες καταστάσεις.
«Σήκω, μανούλα μου» είπε και την έπιασε ελαφρά από το μπράτσο για να τη στηρίξει να σηκωθεί.
«Μπα, μπα! Καλά άκουσα εγώ γνώριμες φωνές. Πώς από δω, κόρη μου;»
Ο Δημήτρης στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας του σαλονιού και κοιτούσε με τα φρύδια ανασηκωμένα. Τα δάχτυλα των χεριών του ήταν μπλεγμένα μεταξύ τους στο ύψος της κοιλιάς του και κινούνταν ρυθμικά, σαν να εξασκούνταν πάνω σε κάποια αόρατη φλογέρα.
Στο άκουσμα της φωνής του η Τασία άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα, ενώ η Κατερίνα πετάχτηκε. Το βλέμμα της στράφηκε αυτόματα προς το μέρος του. Η στάση του σώματός του φανέρωνε τις εχθρικές του διαθέσεις. Στεκόταν στην πόρτα σαν αρπαχτικό.
«Έλα μαμά, σήκω». Η Κατερίνα απέστρεψε αμέσως το βλέμμα της από πάνω του και προσπάθησε να κρύψει την ταραχή που της προκαλούσε η παρουσία του.
«Και για πού το βάλατε τέτοια ώρα; Τι είναι τόσο επείγον που δεν μπορεί να περιμένει μέχρι να ξημερώσει;»
Τα λόγια του ήταν γεμάτα σαρκασμό. Έκανε δυο βήματα μπροστά, ενώ με την ανάστροφη του δεξιού του χεριού, χτύπησε την παλάμη του άλλου. Η Τασία άρχισε να τρέμει ακόμα περισσότερο και ένας λυγμός ανέβηκε μέχρι το στόμα της.
«Μείνε εκεί που είσαι». Η φωνή της Κατερίνας βγήκε τρεμουλιαστή. Στο άκουσμά της, ο Δημήτρης ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια, πιάνοντας ταυτόχρονα το στομάχι του.
«Σε καλό μου! Είχα να γελάσω τόσο, ούτε θυμάμαι από πότε». Το βλέμμα του σκλήρυνε αμέσως. «Κάτι σε ρώτησα και περιμένω απάντηση».
Η Κατερίνα πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε απευθείας μέσα στα μάτια αντιστεκόμενη στην παρόρμηση να κατεβάσει το βλέμμα της. Είχε μάθει από μικρή ότι δεν άρμοζε σε γυναίκα να υψώνει το βλέμμα της στο δυνατό φύλο. Μια φορά είχε τολμήσει να σηκώσει τα μάτια της και να τον αντικρίσει και οι βουρδουλιές με τη ζώνη που είχαν σημαδέψει το σώμα της τής θύμιζαν πως δεν έπρεπε να το ξανακάνει. Τώρα όμως το είχε τολμήσει και τα είχε καταφέρει. Η πρώτη μάχη είχε νικηθεί. Η μητέρα της που έτρεμε στο πλάι της, της έδινε μια ανεξήγητη δύναμη. Ήταν αυτή που έπρεπε να προστατέψει και τις δύο τους. Ήταν αυτή που έπρεπε να αντιτεθεί στον δυνάστη τους, να αντιδράσει και να εναντιωθεί.
«Δεν σου οφείλω καμία απάντηση. Παίρνω τη μάνα μου και φεύγουμε από δω μέσα» είπε αποφασιστικά. Μέσα της έτρεμε από φόβο, αλλά δεν τον άφηνε να βγει προς τα έξω. Έκανε ό,τι μπορούσε για να τον κρατάει φυλακισμένο. Αν τα κατάφερνε ο φόβος να αποδράσει, ήταν χαμένες και οι δυο.
ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΕΡΝΑΣ – ΜΗ ΓΥΡΝΑΣ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ – ΚΑΤΗΓΓΕΙΛΕ – ΣΤΗΡΙΞΕ