Σε φιλώ πολύ

Σε φιλώ πολύ

Γνωρίστηκαν τυχαία, σε μια στιγμή της ζωής τους που κανένας από τους δυο δεν το περίμενε. Και κόλλησαν από την πρώτη στιγμή, σαν δύο κομμάτια ενός υπέροχου όλου. Μα ήταν μισοί κι οι δυο. Εκείνο το όλο που έφτιαξαν παρέμενε λειψό.

Κουβαλούσαν πληγές, στιγμές μικρές που χωρούσαν εκείνη τους την ανάγκη που δεν καλύφθηκε και που προσπαθούσαν μάταια να την κάνουν να σωπάσει μέσα σε αυτή τη συνύπαρξη. Ο χρόνος κυλούσε άλλοτε υπέρ τους κι άλλοτε εναντίον τους. Ώρες που μοιράζονταν γέλια, ιστορίες, αγκαλιές. Άρχισαν να νιώθουν την ανάγκη ο ένας του άλλου. Το ένιωθαν σε κάθε άγγιγμα, σε κάθε φιλί, σε κάθε ένωση που έμοιαζε σαν να είναι η πρώτη φορά και συνάμα η τελευταία.

Εκείνη ήταν παρορμητική. Εκείνος πιο συγκρατημένος. Εκείνη άφησε τον ενθουσιασμό της να την παρασύρει. Επέτρεψε στον εαυτό της να νιώσει. Είχε καιρό να της συμβεί. Άρχισε να ονειρεύεται. Τρύπωσε στην καρδιά της μια απατηλή προσδοκία. Την πέταγε στα σύννεφα και την ίδια στιγμή τη γκρέμιζε στη γη.

Εκείνος παρέμενε συγκρατημένος. Δεν της υποσχέθηκε ποτέ τίποτα. Τα μάτια του μπορεί. Το άγγιγμά του σίγουρα ναι. Η καρδιά του που χτυπούσε άτακτα κάθε φορά που την έκλεινε στην αγκαλιά του οπωσδήποτε. Τα χείλη του, όμως ποτέ. Δεν πρόφεραν ποτέ μια αλήθεια που φάνταζε απαγορευμένη. Είχε πολλές πληγές να επουλώσει. Δεν ήξερε το πώς κι είχε μάθει πια να κουκουλώνει ό,τι του προκαλούσε πόνο.

Εκείνη άρχισε να τον φροντίζει με μια θαλπωρή πρωτόγνωρη για εκείνον. Έγινε για εκείνη ο καθρέφτης της. Του έδινε όσα είχε απαρνηθεί στον ίδιο της τον εαυτό και σε κάθε του χαμόγελο γλύκαινε η ψυχή της. Μόνο που για κάποιο διάστημα ξέχασε την ευθύνη που της έπρεπε και σαν κακομαθημένο παιδί προσδοκούσε ανταπόδοση. Όσο δεν την έπαιρνε ερχόταν η ματαίωση να την κυριεύσει, να την κάνει κτήμα της.

Εκείνος ρουφούσε αχόρταγα κάθε της χάδι, κάθε της φιλί, κάθε στιγμή μαζί της που του έφερνε ζωντανή στη θύμησή του εκείνη την πρώτη ανάμνηση της άδολης αγάπης. Υπήρχαν στιγμές που άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να το νιώσει και να το ανταποδώσει. Τα χείλη του παρέμεναν ερμητικά κλεισμένα. Είχε κρύψει τις λέξεις της αγάπης, τις λέξεις που τον πλήγωναν.

Εκείνη διψούσε για αυτές τις λέξεις που έκλειναν μέσα τους θαλπωρή, νοιάξιμο. Δεν τις χόρτασε σαν παιδί. Οι σημαντικοί της άλλοι τις στέρησαν γιατί πίστευαν πως οι πράξεις μιλούσαν φωναχτά, γιατί οι λέξεις δεν είχαν ουσία να προφέρονται. Προσπάθησε να τις διεκδικήσει με λάθος τρόπο. Οι λέξεις δεν ζητιανεύονται, δεν διεκδικούνται. Οι λέξεις προσφέρονται απλόχερα, χωρίς κόπο και πάντα συνοδεύονται από όμορφες πράξεις που δημιουργούν τις ομορφότερες εικόνες.

Το ένιωθε πως εκείνη το είχε ανάγκη μα δε μπορούσε να της το χαρίσει απλόχερα. Φόβος ήταν η αλυσίδα που έσερνε στο πόδι του χρόνια τώρα. Δεν άντεχε να πληγωθεί ξανά. Για εκείνον ο αποχωρισμός, ο πόνος ήταν πληγές αβάσταχτες κι είχε υποσχεθεί πάνω στην τελευταία του πως θα κράταγε τα χείλη του κλειστά.

Του θύμωνε και την ίδια ώρα τον συγχωρούσε. Του κάκιωνε και την ίδια στιγμή μάλωνε τον εαυτό της. Έτσι αποφάσισε πως θα του έδινε απλόχερα αυτό που είχαν ανάγκη και οι δυο τους. Εκείνο το «σ’ αγαπώ» που θα ήταν βάλσαμο στην ψυχή και τον δυο.

Όμως, το γύρευε κι εκείνη σε κάθε του χάδι, σε κάθε του βλέμμα, σε κάθε αγκαλιά που έμενε λειψή. Κι εκείνος αποφάσισε να της χαρίσει αυτό που δε θα έκανε την ψυχή του να ματώνει.

«Σε φιλώ πολύ» της είπε ένα βράδυ, αναπάντεχα.

Εκείνη το’ νιωσε πως είχε κάνει την υπέρβασή του. Πως ήταν πέρα για πέρα αληθινό.

Εκείνος χάρηκε που είδε τη φλόγα στα μάτια της.

Τι νόημα έχουν άραγε οι λέξεις; Εκείνο που τους δίνουμε εμείς. Εκείνο το συναισθηματικό φορτίο που εμείς επιλέγουμε να τους αφιερώσουμε. Έχουν το χρώμα και την αίσθηση που εμείς διαλέγουμε να αφήσουν πάνω μας. Κι αν κάποιες πληγές δε μας αφήνουν να τις προφέρουμε, τότε έρχονται άλλες να γλυκάνουν εκείνο που νιώσαμε, να επουλώσουν το τραύμα.

«Σε φιλώ πολύ» της είπε κι εκείνη ένιωσε πως αυτές οι τρεις λέξεις της άνοιγαν φτερά να πετάξει σε έναν ουρανό μαζί του, ένα ουρανό που είχε φτιαχτεί για εκείνους τους δυο.

«Μπορούμε να εφεύρουμε ρήματα; Θέλω να σου πω ένα εγώ σε ουρανώ. Έτσι τα φτερά μου θα απλωθούν τεράστια για να σ΄ αγαπώ άπειρα».

Φρίντα Κάλο

Χαρά Μαρκατζίνου