Πώς αφού γεννήθηκες αθώος έγινες ένοχος;
Δε βύζαξες πολύ ή βύζαξες πάρα πολύ;
Δεν πήρες αγάπη ή η αγάπη ήταν υπερβολική;
Δεν ένιωσες καλοσύνη ή σου δόθηκε τόση που σε τύφλωσε;
Πάντα νόμιζα ότι έχω μεγάλο κεφάλι αλλά αυτό το ερώτημα δεν το χωράει. Ναι, όλοι έχουμε πληγώσει ανθρώπους άθελα μας αλλά ηθελημένα, γιατί;
Δε χωράει η κακία, φίλε μου. Δεν της άνοιξες την πόρτα όταν χτύπαγε με βρόντο τρομερό. Δεν άνοιξες τα παράθυρα ακόμη και όταν κόντευε να τα ξεριζώσει. Από πού τρύπωσε λοιπόν;
Ποια χαραμάδα ανασφάλειας ξέχασες να καλύψεις; Ποια τρύπα βρήκε να χωθεί; Και γιατί όταν την εντόπισες, δεν την πέταξες έξω πριν ριζώσει;
Κάποτε όλοι θα γίνουμε στάχτη, χώμα, γιατί όμως όσο ζούμε επιτρέπουμε στην κακία να τα πάρει όλα και να τα μετατρέψει σε σκόνη;
Όταν έρθει η ώρα μου, θέλω να φύγω με χέρια όσο γίνεται πιο καθαρά. Ας είναι τουλάχιστον πουά, μόνο κατράμι να μην είναι.
Να κεράσω το Χάρο ένα χαμόγελο και να του πω «Ακόμη και όταν το κακό μπήκε, η πυξίδα μου έδειχνε αλλού. Μη χαίρεσαι λοιπόν, δε νίκησες εσύ αλλά εγώ».
Εσύ, τι θα του πεις;