Ο ήλιος και η αγάπη του

Ο ήλιος και η αγάπη του(pixabay)

Είμαι ο ήλιος σου... όταν έρχεσαι κοντά μου, καίγεσαι!

Το ηλιοτρόπιο κοίταξε για μια φορά ακόμα τον ήλιο. Με όλη την δύναμη του. Τα κίτρινα πέταλά του, τεντώθηκαν τόσο πολύ για να τον φτάσουν,  που κάποια στην προσπάθεια τους, έπεσαν στο χώμα.

Γύρισε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά και είδε πολλά λουλούδια.  Τριαντάφυλλα, τουλίπες γελαστές, μαργαρίτες ταπεινές, ανεμώνες άγριες. Όλα τους, χαίρονταν τον ήλιο. Χαμογελούσαν με την θαλπωρή του, τα παιχνιδίσματα του όταν κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα,  το κυνηγητό του με το φεγγάρι κάθε δειλινό. Ήταν ευτυχισμένα που ξυπνούσαν κάθε πρωί με τις αχτίδες του. Ήταν λίγο μελαγχολικά όταν έδυε, αλλά εύκολα ξεχνιούνταν, ξεκουράζονταν και γρήγορα έβλεπαν όνειρα κάτω απ’ το φως της σελήνης.

Το ηλιοτρόπιο όμως;

Το ηλιοτρόπιο πέθαινε κάθε δειλινό. Ήθελε να τον κοιτάζει και να γέρνει το κεφαλάκι του προς τον ήλιο, όλο το εικοσιτετράωρο. Θύμωνε όταν αυτός έτρεχε στην δύση. Έκλαιγε όταν έπεφτε η νυχτιά. Έσκυβε σιωπηλά και έχανε την γη κάτω από τον τρυφερό βλαστό του.

Ποτέ δεν είχε νιώσει ξεχωριστό για κείνον.

Μια νύχτα που είχε μαζέψει όση φλόγα μπορούσε, ήταν μια καυτή μέρα του καλοκαιριού, αυτοπυρπολήθηκε. Αποφάσισε να καταπιεί όση ενέργεια είχε πάρει. Μαράθηκε μεμιάς! Τα πέταλά του έπεσαν. Τα φύλλα του έγιναν καφέ και τα μικρά σποράκια του, πήδηξαν την τελευταία στιγμή να σωθούν τρομαγμένα.

Ήρθε η αυγή... ο ήλιος λαίμαργος κοίταξε με έπαρση τα δέντρα, τα λουλούδια στον κάμπο. Του άρεσε που ήταν απαραίτητος στους υπηκόους του. Ξάφνου είδε το καμένο ηλιοτρόπιο. Αυτό που χρόνια ζούσε από κείνον, για εκείνον, με εκείνον.

Δυο κρατήρες άνοιξαν μέσα του. Η λάμψη του έχασε το φέγγος της...

Θέλησε να τρέξει, να καταπιεί τις ώρες, να σβήσει όπως κάθε δειλινό, στην τώρα τόσο μακρινή δύση. Τα σύννεφα άφαντα σήμερα. Πόσο θα θέλε να κρυφτεί πίσω τους και να κλάψει. Οι αχτίδες του δεν τον κρατούσαν και όλη η γη του φαινόταν άδεια, άδεια... τόσο άδεια χωρίς εκείνο, το λατρευτό του ηλιοτρόπιο! Εκείνο το όμορφο ξανθό του λουλούδι, που όλα τα άλλα το ζήλευαν για το θάρρος του να δείχνει την αγάπη του, κάθε μέρα.

- Τί κρίμα που δεν σου είπα ποτέ, πως κάθε μέρα ξυπνούσα για να με κοιτάς!

φώναξε… μα κανείς δεν φάνηκε να ακούει. Κανένα λουλούδι δεν έστρεψε το κεφάλι του. Κανένα σύννεφο δεν έτρεξε να τον παρηγορήσει.

Τί κρίμα ηλιοτρόπιο μου... που δεν σου είπα ποτέ πόσο σ αγαπώ, μονολόγησε.

Ένιωσε απέραντα μόνος μες στο σύμπαν. Όλα σκοτείνιασαν.. μέχρι που έμεινε μια σκιά.

Λένε, πως έτσι άρχισε η έκλειψη ηλίου και κάθε λίγα χρόνια, όταν θυμάται το ηλιοτρόπιο που κάηκε γι’ αυτόν, σβήνει απ’ τον ουρανό... μα είναι πια αργά.

(Τελικά, ίσως δεν κοστίζει τίποτα να δίνουμε λίγη χαρά και αξία σε αυτούς που μας αγαπούν. Πιστεύουμε ότι πάντα θα έχουμε την ευκαιρία, αλλά…)

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ