Η φυγή σώζει!

Η φυγή σώζει!

Το μαντήλι που έδεσε στο λαιμό της για να καλύψει τα σημάδια δεν ήταν αρκετό να κρύψει την ντροπή κι έτσι φόρεσε ζιβάγκο και μακριά φούστα που σέρνονταν στη γη, -τέλη Σεπτέμβρη- να πάει ν' αφήσει τα παιδιά στο σχολείο.

Η κορούλα της που είδε τις μελανιές της καθώς ντυνόταν, δεν ήθελε να πάει σχολείο και δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά της...

Το γοερό κλάμα της και τα  μικρά της χεράκια που κρεμάστηκαν ικετευτικά στον πονεμένο λαιμό της, της προκαλούσαν μεγαλύτερο πόνο απ' τα δικά του, που παραλίγο να την πνίξουν χτες...

Σε όλη τη διαδρομή ένιωθε να τραβάει τα βλέμματα με την εμφάνισή της. Παραήταν ντυμένη για την εποχή και δικαίως προκαλούσε την περιέργεια.

Το πρόσωπό της καθαρό, τα μαλλιά της ατημέλητα, πρόχειρα πιασμένα, τα βήματά της αργά, σαν να πονούσε σε κάθε της κίνηση.

Περπατούσε γρήγορα και σκυφτή, πράγμα που μαρτυρούσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Στο κάθε καλημέρισμα σ όποιον γνωστό συναντούσε, χαμογελούσε για να καμουφλάρει τον πόνο και τη θλίψη που κατοικούσαν μόνιμα πια στα πρησμένα από το κλάμα μάτια της...

Άφησε βιαστικά τα παιδιά στο προαύλιο κι έφυγε σαν κυνηγημένη να ξεφύγει από τα αδιάκριτα βλέμματα που της τρυπούσαν τα σωθικά...

Είχε άλλωστε μάθει να κρύβει τον πόνο της, δεν ήταν η πρώτη φορά.

Με τα φιλιά απ' τα χείλη των παιδιών της φυλαχτό και την αγκαλιά της κόρης της βάλσαμο, έτρεξε στο σπίτι της να κρυφτεί σαν αγρίμι πληγωμένο να γλείψει τις πληγές της για άλλη μια φορά μέσα σε λίγες μέρες.

Γι' αυτά γίνονταν όλα. Γι' αυτά έκανε υπομονή. Για να μεγαλώσουν και με τους δυο γονείς τους. Άλλωστε σ' αυτά δεν ήταν επιθετικός. Τα φρόντιζε. Τα αγαπούσε. Κι ας τα μάλωνε καμιά φορά τόσο που τρέμανε ολόκληρα. Για να τον σέβονται, έλεγε! Να μην του παίρνουν τον αέρα...

Δεν σκέφτονταν τον εαυτό της. Άλλωστε πλέον, της  είχαν περάσει όλα. Κι ο έρωτας και καθετί όμορφο που ένιωσε κάποτε γι' αυτόν, τώρα πια το επισκίαζε ο φόβος.

Πέταξε τα ρούχα της και μπήκε στο μπάνιο...Όπου κι αν άγγιζε το κορμί της πονούσε...

Ήταν γεμάτη μώλωπες απ' το χτεσινοβραδυνό μένος του. Παντού, εκτός από το πρόσωπό της, που επιμελώς δεν χτυπούσε ποτέ για να μην προδοθούν οι αποτρόπαιες πράξεις του.

Κόντεψε να την πνίξει χτες... Ακόμη σοκαρισμένη, απορεί ποια δύναμη του ξεθόλωσε το μυαλό και τον έκανε να πάρει τα χέρια του από το λαιμό της δευτερόλεπτα πριν χάσει τις αισθήσεις της...

Ακόμη πονάει κάθε ανάσα της από κείνη την ώρα...Μα πιο πολύ πονά η ψυχή της...

Η αιτία; Τόλμησε να του γυρέψει λίγη προσοχή γιατί δεν άντεχε άλλο να της φέρεται σαν αντικείμενο, σαν ένα ρομπότ που ήταν υποχρεωμένο να εκτελεί τις εντολές και να εκπληρώνει τις επιθυμίες του χωρίς να έχει λόγο.

Βαρέθηκε -του είπε- να παριστάνει ένα μηχάνημα που μπορούσε να το βρίσει, να το κλωτσήσει, να το πατήσει, να το πετάξει στον τοίχο όταν «δεν λειτουργούσε» σύμφωνα με τις οδηγίες και τις επιθυμίες του και μετά να πει πώς παραφέρεται από αγάπη...

Δεν ήταν πια ο ίδιος άντρας που παντρεύτηκε. Εκείνος απλά τη ζήλευε πολύ...Και την ήθελε στο σπίτι, να μη δουλεύει. Νοικοκυρά να κοιτάει τα παιδιά και τη δουλειά της. Δεν της χρειαζόταν οι παρέες και οι άσκοπες βόλτες για καφέδες και ψώνια.

Είχε την οικογένειά της που την αγαπούσε κι έπρεπε να της φτάνει αυτό και να νιώθει τυχερή που αυτός κάλυπτε τις ανάγκες τους και δε χρειαζόταν να δουλέψει.

Σημάδια κακά, εγκλωβισμού κι απομόνωσης από την αρχή σχεδόν, που η ίδια δεν έδωσε τη δέουσα σημασία και πάντα τον δικαιολογούσε.

Στην αρχή ήταν υποφερτά τα πράγματα, αλλά σταδιακά γινόταν όλο και πιο βίαιος. Πρώτα οι προσβολές η μία μετά την άλλη, δια ασήμαντον αφορμή, μετά ένα χαστούκι όταν του αντιμίλησε κάποια φορά, ύστερα περισσότερα χαστούκια, βρισιές, κλωτσιές, μπουνιές, απειλές, εξευτελισμοί, βιασμοί του σώματος μα κυρίως της ψυχής της...

Όλα τα υπέμεινε για χρόνια παθητικά, κρύβοντας τα σημάδια της, για να μη διαλύσει την οικογένειά της. Για το χατίρι των παιδιών.

Πλέον δεν μπορούσε να ελέγξει τον θυμό του. Κι εδώ και καιρό σταμάτησαν κι οι συγγνώμες του κι οι μετάνοιες...Περίσσεψε ο πόνος, στέρεψαν τα δάκρυα, χάθηκε κάθε ίχνος αξιοπρέπειας.

Δεν συγχωρούσε τον εαυτό της που δεν κατάλαβε τα σημάδια που έδειχναν το ποιόν του, πιο νωρίς. Κατηγορούσε τον εαυτό της για την κατάντια της. Στο χάλι που είναι σήμερα, -ένα κουρέλι- την έφτασαν τα συγχωροχάρτια που του 'δινε.

Δεν έφταιγε μόνο αυτός, μα κι αυτή που βάφτιζε υπομονή την ανοχή της…

Βγήκε από το μπάνιο τυλιγμένη με μια πετσέτα να στεγνώσει γιατί δεν άντεχε ούτε να σκουπιστεί από τους πόνους.

Στις ειδήσεις έλεγαν για ένα έγκλημα, -μια γυναικοκτονία ακόμη, σε λίγες μόνο μέρες-  που τη βάφτισαν έγκλημα πάθους...Δυνάμωσε ν’ ακούσει. Η ιστορία που άκουγε της ήταν γνώριμη πολύ…

Άκουγε την ιστορία της ζωής της, με κάθε λεπτομέρεια, σαν κάποιος να της έκανε πλάκα. Μόνο τα ονόματα κι οι διευθύνσεις ήταν διαφορετικά.

Τόσες κοπέλες, τόσα κορίτσια, τόσες γυναίκες, θύματα που λείπουν από τα παιδιά τους, τους γονείς τους,  τ’ αδέρφια τους,  μόνο και μόνο γιατί εμπιστεύτηκαν τον λάθος άνθρωπο, γιατί είπαν «όχι»,  γιατί θέλησαν να φύγουν, ή γιατί δεν τόλμησαν να φύγουν...

Το πρόσωπό της συσπάστηκε αρκετές φορές κι απ' τα μάτια ξεχύθηκαν ποτάμια ορμητικά οι πίκρες κι η απαξίωση. Ξαφνικά τινάχτηκε σαν να τη χτύπησε ρεύμα…

Σε τρεις βαλίτσες και δυο κούτες έκλεισε βιαστικά όλο τους το βιος, τα ρούχα της και των παιδιών της.

Σε λίγη ώρα το ταξί που θα την έπαιρνε από την καθημερινή κόλασή της και θα την οδηγούσε σε μια ζωή ελεύθερη χωρίς φόβο, τρόμο και βία, περίμενε έξω από την πόρτα της να την οδηγήσει στο αστυνομικό τμήμα και μετά κάπου πολύ μακριά από τον εφιάλτη...

Το είχε αποφασίσει! Δεν θα ήταν άλλη μία από τις τόσες πολλές. Το όνομά της δεν θα ήταν το επόμενο που θα έλεγαν στις ειδήσεις, ούτε θα γραφόταν στη μακάβρια λίστα που απαριθμεί γυναικοκτονίες.

Ποτέ ξανά δεν θα χαμογελούσε ψεύτικα για να κρύψει τον τρόμο, τη θλίψη και τα σημάδια της…

Η φυγή της  την είχε σώσει!