Ο φόβος χάνει τη δύναμή του σαν μοιράζεται

Ο φόβος χάνει τη δύναμή του σαν μοιράζεται

Συναντήθηκαν στη πόρτα, σχηματίζοντας μια σειρά αναμονής, σαν να είχαν συνεννοηθεί σιωπηρά. Κοίταξαν η μία την άλλη, η πρώτη μπορούσε να τις αναγνωρίσει όλες κι η τελευταία επίσης. Οι ενδιάμεσες -της «ουράς»- άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους επιδιώκοντας τη γνωριμία και σύντομα ξεκίνησε η συζήτηση.

Άλλωστε όλες είχαν φτάσει εκεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κι είχαν ακριβώς τον ίδιο προορισμό. Στη πόρτα άλλωστε κρεμόταν μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη πινακίδα, που ίσα ίσα στηριζόταν σε δύο καρφιά αλλοιωμένα από τη σκουριά, που τους ξεκαθάριζε πως περίμεναν στο σωστό μέρος.

Τα ρούχα τους, όλες φορούσαν τα καλά τους, ήταν σκονισμένα και φθαρμένα. Και στα μαλλιά τους τόπους τόπους συναντούσες μικρά ανθάκια. Μα άλλο σε τρόμαζε στην εμφάνιση τους. Το χαμόγελο στα καλοβαμμένα τους πρόσωπα,ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το θλιμμένο βλέμμα τους. Σαν να προσπαθούσαν μάταια να ξεγελάσουν η μία την άλλη κι ας ήξεραν πως είχαν απέναντι τους γυναίκες που δεν θα κατάφερναν να ξεγελάσουν. Μα στην πραγματικότητα η καθεμία έβλεπε στο πρόσωπο της άλλης ό,τι ακριβώς θα έβλεπε σε έναν καθρέφτη.
Πόνο, θλίψη, απογοήτευση και τρόμο.

Η πόρτα άνοιξε με έναν απόκοσμο ήχο, ανατριχιαστικό. Κοίταξαν αν υπάρχει κάποιος από την άλλη μεριά να τις περιμένει, μα μάταια. Δεν υπήρχε κανείς. Αποφάσισαν να κρατήσουν η μία το χέρι της άλλης, σαν ανθρώπινη αλυσίδα, περνώντας στην άλλη πλευρά. Ο φόβος εξάλλου χάνει τη δύναμή του σαν μοιράζεται.

«Μια,δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννιά, δέκα, έντεκα» κάποιος ξεκίνησε να μετράει. Να τις μετράει. Κι η πόρτα έκλεισε αφότου πέρασε κι η τελευταία. Τόσο δυνατά που η ξεχαρβαλωμένη ταμπέλα ακούστηκε να πέφτει και να σπάει σε χίλια κομμάτια. Καμιά τους δεν ενδιαφέρθηκε να κοιτάξει πίσω. Τι σημασία είχε για εκείνες η διάλυση μιας ταμπέλας που έγραφε παράδεισος , όταν εκείνες για να τη διαβάσουν είχαν διανύσει ολόκληρη τη κόλαση;

Ακόμη μία στη μακάβρια λίστα των γυναικοκτόνων.

Εις μνήμην.