Μα γίνεται να υπάρξει χαμένος χρόνος στην αγάπη;

Μα γίνεται να υπάρξει χαμένος χρόνος στην αγάπη;

Ποτέ της δεν τα είχε καλά με το χρόνο. Άλλοτε τον κυνηγούσε κι άλλοτε γινόταν εχθρός της αφού κάθε λεπτό περνούσε αργά και βασανιστικά. Κάποτε διάλεξε να μην του δίνει σημασία κι ήταν τότε που έζησε τις πιο όμορφες στιγμές.

Τώρα, όμως, τη στιγμή που η καρδιά της πονούσε, ο αόρατος εχθρός που λεγόταν χρόνος είχε έρθει να την παιδέψει. Είχε καθίσει εδώ και ώρα στην γαλάζια πολυθρόνα, απέναντι από το παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα. Εκεί καθόταν όταν ήθελε να οργανώσει τη σκέψη της. Μα τώρα όλα ήταν διαφορετικά…

Χαμένος χρόνος…

Υπάρχει άραγε χαμένος χρόνος; Τι τον ορίζει σε χαμένο και κερδισμένο; Κέρδισες ή έχασα; Χαμένος χρόνος…

Χαμένος ο χρόνος στην αγκαλιά σου, ανασαίνοντας την ανάσα σου κι ακούγοντας τον χτύπο της καρδιάς σου;

Χαμένος ο χρόνος στις πρώτες ακτίνες του ήλιου καθώς χάιδευα το πρόσωπό σου κι άφηνα στάλα στάλα την αγάπη μου επάνω του;

Χαμένα τα βράδια μας κι οι ματιές μας που έκαναν τον χρόνο να σταματά ανάμεσα σε όλους τους άλλους που σφύριζαν αδιάφορα;

Χαμένες οι κλεμμένες μας στιγμές, εκείνες που κάθε φορά έμοιαζαν με τελευταία ως την επόμενη που ήταν αρχή και τέλος μαζί;

Έγειρε το κεφάλι της στην πολυθρόνα. Το βλέμμα της έπεσε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, που φαινόταν από το παράθυρο. «Ό,τι μέσα μας έτσι και έξω μας», σκέφτηκε. Μέσα της υπήρχε ταραχή. Τα κύματα ήταν η εικόνα της ψυχής της. Το μυαλό της δε μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται κι ο καταιγισμός από τις αναπάντητες ερωτήσεις δημιουργούσε μια εκκωφαντική ησυχία. Βαθιά μέσα της την ήξερε την απάντηση.

Είχε δώσει ένα τέλος στη σχέση τους. Ένα τέλος, που έμοιαζε αναπόφευκτο. Ένα τέλος που είχε φτάσει στα χείλη της πολλές φορές μα δεν είχε γίνει λέξη. Ένα τέλος που το επιχείρησε άλλες δυο φορές για να ξαναγυρίσει κοντά του μετανιωμένη, εγκλωβισμένη. Ήταν η ανάσα της. Έτσι του είχε πει και το πίστευε. Για εκείνον δεν ήξερε ποτέ πώς ένιωθε. Άνισος αγώνας τα αισθήματά της απέναντι στην πληγωμένη του σιωπή. Δεν της υποσχέθηκε τίποτα και ποτέ. Δεν της είπε μεγάλα λόγια. Άλλωστε αυτά δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιό του. Ήταν λαβωμένος. Δεν της το έκρυψε ούτε για μια στιγμή.

Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Κι από κει, από τη ρυτίδα του χαμόγελού της, αυτού που έλαμπε σαν την κοιτούσε, έβρεξε τα χείλη της. Γεύτηκε την αρμύρα του. Αναζήτησε με όλες τις αισθήσεις της τη δική του γεύση, που όχι, όσες μέρες κι αν είχαν περάσει, δεν είχε ξεθωριάσει.

Χαμένος χρόνος μακριά του, άραγε;

Χαμένος ο χρόνος μαζί του ίσως;

Μα ποιος μίλησε για νικητές και ηττημένους; Όταν η αγάπη φαντάζει λίγη μπροστά στη σιωπή, όταν τα συναισθήματα γίνονται θρύψαλα χτυπώντας σ’ ένα τοίχο προστασίας, όταν το όνειρο κομματιάζεται μπροστά σε μία υποχρέωση, σε μια ψεύτικη ηθική;

Το μόνο που ήθελε ήταν η ευτυχία του, εκείνη που έβλεπε κάθε φορά στο πρόσωπό του μα εκείνος είχε ήδη κάνει την επιλογή του… μια άλλη ευτυχία πιο ασφαλής, πιο αποστειρωμένη, μια ευτυχία που μέσα της νόμιζε πως θα ήταν καλύτερα…

Σηκώθηκε. Άνοιξε το παράθυρο και γέμισε τα πνευμόνια της με αέρα. Ο βοριάς της χάιδεψε το πρόσωπο. Η θάλασσα της μιλούσε με το βαθύ της, το ανταριασμένο μπλε. Γινόταν ο καθρέφτης της κι εκείνη έβλεπε κατάματα την αλήθεια που είχε μπροστά της από την αρχή.

Κάποιες ψυχές είναι φτιαγμένες να πετούν ψηλά, σ’ έναν ουρανό που καθορίζει η πολύτιμη αλήθεια που δείχνουν η μία στην άλλη. Είναι φτιαγμένες για σύντομα συναπαντήματα, δυνατά, μοναδικά. Από αυτά που μένουν χαραγμένα βαθιά μέσα τους. Σ’ εκείνα τα σημάδια που θα επιστρέφουν τις νύχτες εκείνες που οι σιωπές θα ουρλιάζουν. Σ’ εκείνα τα τραύματα που θα επουλώνει η ανάμνηση του γέλιου τους… Το ένιωθε πως ήταν κομμάτι της, πως όσο μακριά κι αν βρισκόταν, η καρδιά της δε θα τον ξεχνούσε. Κι εκείνος κλεισμένος στη δική του φυλακή, στη δική του υπόσχεση την αναζητούσε στη σιωπή του. Μπορεί και να αγνάντευαν την ίδια θάλασσα, μπορεί και να έβλεπαν το ίδιο φεγγάρι…

Χαμένος ο χρόνος μακριά της;

Χαμένος ο χρόνος μαζί της ίσως;

Μα δε γίνεται να υπήρξε χαμένος ο χρόνος τους. Όχι, όταν το τέλος σφραγίστηκε με την αλήθεια τους και ένα «σ’ αγαπώ».

Χαρά Μαρκατζίνου