Για εκείνο το «αχ» που ψιθύρισε η ψυχή στην έξοδό της

Για εκείνο το «αχ» που ψιθύρισε η ψυχή, στην έξοδό της

Σ’ εκείνο το πρώτο δάκρυ που κύλησε, την πρώτη φορά που σε έκαναν να νιώσεις λιγότερη, αδύναμη, κατώτερη…

Σ’ εκείνο το πρώτο δάκρυ που ήταν η αρχή μα όχι το τέλος…

Σ’ εκείνο το σημάδι που έκανε δειλά την εμφάνισή του στο σώμα σου και προσπάθησες να το κρύψεις με λίγη πούδρα, σαν να έπαιζες έναν άλλο ρόλο στο θέατρο της ζωής.

Σ’ εκείνο το πουκάμισο που φόρεσες μέσα στο κατακαλόκαιρο, με κατεβασμένα μανίκια σ’ ένα τάμα που έκανες θυσιάζοντας εσένα…

Σ’ εκείνη τη φωνή μέσα σου που σε έπειθε κάθε μέρα πως αυτή είναι η πραγματικότητά σου, πως αυτό ήταν το γραμμένο σου, το πεπρωμένο σου…

Σ’ εκείνη τη φωνή που σου έλεγε πως έτσι είναι εκείνος, εσύ πρέπει να κάνεις υπομονή, για το «καλό» των παιδιών, γιατί εσύ το επέλεξες και πρέπει να το λουστείς.

Σ’ εκείνο το δάχτυλο που κουνήθηκε επιδεικτικά μπροστά σου γιατί το μόνο που ήθελε ήταν να προβάλει πάνω σου την ηθική όλου του κόσμου…

Σ’ εκείνη τη στιγμή που πίστεψες πως δεν υπήρχε άλλη διέξοδος και συμβιβάστηκες με αυτό που αποκάλεσες μοίρα.

Στην αγέννητη ψυχή που έγινε ποτάμι και κύλησε εκείνο το βράδυ στο άπειρο ενώ εσύ μετρούσες πόνο στο κορμί σου, πάνω στα πλακάκια που έγιναν για πολλοστή φορά μάρτυρες της «αγάπης» του…

Σ’ εκείνα τα λόγια των «ειδικών» που άκουσες για πολλοστή φορά, όταν προσπάθησαν να σε τραβήξουν μακριά…

Στο όνομα μιας αγάπης που εσύ βάφτισες έτσι για να μπορείς να δικαιολογείς την απραξία σου…

Στο όνομα μιας ελευθερίας που πίστεψες πως δε θα γίνει ποτέ δική σου, γιατί δεν είχες τη δύναμη να την διεκδικήσεις…

Για όλες εκείνες τις στιγμές που πίστεψες πως η αξία σου ήταν μια λαθεμένη συνάρτηση της γνώμης των άλλων…

Κι όταν το πρόσωπο έγινε αγνώριστο, όταν οι δικαιολογίες στέρεψαν, όταν το κορμί δε μπόρεσε πια να κρύψει άλλο πόνο, όταν κι ο ίδιος σου ο εαυτός σε πρόδωσε, γιατί διάλεξε να αντισταθεί σ’ αυτή την παρωδία…

Όταν η ψυχή αποφάσισε πως δεν αντέχει άλλο, πως εδώ ήρθε το τέλος… όταν παραδόθηκες σ’ αυτό που οι μοίρες όρισαν πάνω από την κούνια σου και το επικύρωσαν οι επιλογές σου…

Εκείνη την τελευταία στιγμή που η ψυχή ένιωσε να λυτρώνεται… Μπορεί από ένα σημείο και μετά να το προκαλούσες εσύ η ίδια, γιατί ήξερες πως αυτό μόνο σου άξιζε. Γιατί ένιωθες πως ίσως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να σου εκδηλώνει την «αγάπη» του…

Για εκείνη την τελευταία στιγμή, που ο φόβος δε μπορούσε πια να σε κυριεύει. Που το χαμόγελο ζωγραφίστηκε αχνά στο πρόσωπό σου γιατί σήμαινε από μακριά η λύτρωση…

Για όλα τα όνειρα που άφησες ανεκπλήρωτα σ’ ένα ματωμένο κρεβάτι, για εκείνο το «αχ» που ψιθύρισε η ψυχή, στην έξοδό της…

Για την ευχή να είσαι εσύ η τελευταία που γυναίκα που υπέφερε, που πόνεσε, που δοκιμάστηκε, που σημάδεψε κορμί και ψυχή…

Χαρά Μαρκατζίνου