Μια ακόμη συνηθισμένη (;) μέρα

Μια ακόμη συνηθισμένη (;) μέρα

Κοίταξε το ρολόι του τοίχου με απογοήτευση, ενώ τα μάτια της πονούσαν από την αυπνία. Mε αργά βήματα έφτασε στον υπολογιστή, τον άνοιξε και επέλεξε στο ηλεκτρονικό ραδιόφωνο τον αγαπημένο της σταθμό. Μία ακόμα συνηθισμένη μέρα ξημέρωνε και πραγματικά δε μπορούσε να συγκρατήσει στη σκέψη της, τις υποχρεώσεις που έπρεπε να ολοκληρώσει.

Δεν πρόλαβε να ξεκουραστεί, δεν πρόλαβε να συνέλθει από το άγχος της εβδομάδας που πέρασε, δεν είχε προλάβει καν να ανοίξει το βιβλίο που στεκόταν στο γραφείο της και επιθυμούσε τόσο πολύ να διαβάσει. Μια ζωή να τρέχει πίσω από την ώρα και μια ζωή η ώρα να την περιγελά, έτσι καθώς άσθμαινε να την προλάβει.

Ξύπνημα, λούσιμο, φροντίδα, φαγητό, ντύσιμο, οδήγηση, παρκάρισμα, δουλειά, επιστροφή, φαγητό, μελέτη, ξεντύσιμο, ελάχιστες οικογενειακές στιγμές, λούσιμο, ύπνος. Πού και πού έκλεβε λίγο χρόνο για την οικογένειά της και έβρισκε κάποιες στιγμές για τον εαυτό της, βγαίνοντας με τις φίλες της βόλτα ή πηγαίνοντας για άθληση, ποτό και σινεμά. Τόσα χρόνια μπλεγμένη ανάμεσα στις υποχρεώσεις και τις συμβάσεις, μα κυρίως ανάμεσα στις αναβολές όσων αγαπούσε, που αναβάλλονταν μέχρι την επόμενη αναβολή. 

Από το ραδιόφωνο ακουγόταν το «Παράπονο» σε στίχους του Ελύτη. «Όσο και αν κανείς προσέχει, όσο και αν το κυνηγά, πάντα θα ‘ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει». Από μικρή αγαπούσε το συγκεκριμένο τραγούδι και κατά περιόδους είχε ταυτιστεί απόλυτα με την ματαιότητα που εξέπεμπε. Θεωρούσε πως τα συναισθήματα της ακούγοντάς το, δεν οφειλόταν τόσο στην πραγματικότητα των στίχων, όσο στο γεγονός πως την πρώτη φορά που άκουσε το συγκεκριμένο τραγούδι, έμαθε για τον αναπάντεχο και απροειδοποίητο θάνατο ενός οικογενειακού φίλου των γονέων της. «Η τέχνη έχει την τάση να κωδικοποιεί ευκολότερα την μελαγχολία» σκέφτηκε και αφήνοντας στην άκρη τις πρωινές φιλοσοφίες, ντύθηκε, πέρασε το σακίδιό της στους ώμους και βγήκε από το σπίτι.

Έκανε να κατευθυνθεί προς το αυτοκίνητό της, όταν με την άκρη του ματιού της παρατήρησε έναν φάκελο να προεξέχει στο γραμματοκιβώτιό της. Πλησίασε, άνοιξε το πορτάκι και είδε το κιβώτιο γεμάτο φακέλους. Παραξενεύτηκε, γιατί θυμόταν καλά πως την Παρασκευή είχε ελέγξει το κουτί και ήταν άδειο. 

Όλοι ήταν λευκοί με εξαίρεση τον μεγαλύτερο, ο οποίος ήταν ροζ χρώματος. Αποφάσισε να τον ανοίξει πρώτο. Έβγαλε από μέσα ένα κομμάτι χαρτί και διάβασε.

“Θα ήθελα να σας ανακοινώνω, ότι από σήμερα, ο μαστός σας ανήκει και σε μένα. Καλά ξεμπερδέματα. Ο καρκίνος σας.”

Το βλέμμα της άδειασε στη στιγμή. Τα πόδια της έμειναν ακίνητα στη θέση τους. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν, ενώ από μπροστά της, σαν σε παραίσθηση, έκαναν παρέλαση όλες οι αναμνήσεις από τη ζωή της, οι σημαντικότερες αλλά και οι ασήμαντες, που μόνο εκείνη τη στιγμή κατάφερε να αναγνωρίσει την αξία τους.

Και η ζωή της;
Kαι τα όνειρά της;
Και η οικογένειά της;

Μα μέχρι πριν μια στιγμή, οι στιγμές ήταν αναρίθμητες μπροστά της και ο χρόνος γενναιόδωρος. Μα είναι τόσο νέα, και να εκείνη τη στιγμή, μια ηλικιωμένη γυναίκα διασχίζει το δρόμο και είναι απόλυτα ζωντανή. Μα πάντα πρόσεχε και πάντα έκανε και πάντα αντιλαμβανόταν και τα πάντα πλέον ένα γιατί. Με δυσκολία σήκωσε το κεφάλι της και θεωρώντας πως τα πάντα ήταν ένα λάθος και μία παρεξήγηση, αποφάσισε να ανοίξει και τους υπόλοιπους φακέλους προκειμένου να διαβάσει το συγνώμη της ταχυδρομικής εταιρίας. Άνοιξε σε σειρά κάθε λευκό φάκελο και διάβασε προσεχτικά τις δύο γραμμές του κειμένου που έβρισκε μέσα τους.

“Δεν το αμέλησες. Έκανες τις εξετάσεις που έπρεπε. Τίποτα δε θα ξέφυγε πέρα από την αρχή του. Η γιατρός σου”.

“Oι άνθρωποι γεννιούνται για να δίνουν μάχες. Ο φίλος σου, Χρήστος.”

“Στις δύσκολες στιγμές μας, ανακαλύπτουμε ποιοι μας αγαπούν πραγματικά. Ψάξε για τέτοιες ειλικρινείς αγκαλιές. Ο συνάδελφός σου, Λάζαρος”.

“Να μια αφορμή να κοιτάξεις λίγο περισσότερο τον εαυτό σου. Η φίλη σου, Άννα.”

“Πρέπει να παλέψεις. Πιστεύεις ότι η ζωή θα σταματήσει να κυλά εξαιτίας σου; Είναι κυρίως δική σου η μάχη. Η συνασθενής σου, Φρόσω”.

“Oύτε 4 χρόνια δεν πέρασαν που ήμουν στη θέση σου. Πρέπει να πιστέψεις πως όλα θα πάνε καλά. H φίλη σου, Ελένη”.

“Τόσα χρόνια τον γνωρίζω. Γιορτάζουμε και την επέτειό μας. Η λογίστριά σου”.

“Τσάκισέ τον. Σάμπως ξέρει κανείς πόσα χρόνια θα ζήσει; H γειτόνισσά σου, Δήμητρα”.

“Mας περιμένουν πολλές θάλασσες. Ανυπομονούν για εμάς, πολλές ανατολές. Ο έρωτάς σου”.

“Θυμάμαι τη μέρα που γεννήθηκες. Τα μικρά σου πατουσάκια. Σα μια δεύτερη γέννηση θα είναι πριγκίπισσά μου. Ο πατέρας σου”.

“Ψυχή μου, η ζωή μου ολόκληρη τρέφεται από τη δική σου ζωή. Σε αγαπώ μέχρι το άπειρο του ουρανού.
Η μαμά σου”.

“Mαμά, ξέρεις. Μαζί. Μια ζωή. Η Στελλίτσα σου”.

Σήκωσε το κεφάλι της ψηλά και στέριωσε το βλέμμα της στον ήλιο. Τα δακρυσμένα μάτια την προστάτευσαν από τη λάμψη του και μπόρεσε να διακρίνει το κυκλικό του περίγραμμα. Έμοιαζε σαν τον κύκλο της ζωής, μα της ήταν πλέον ξεκάθαρο πως ο δικός της κύκλος δεν είχε ολοκληρωθεί. Είχε πολλές μάχες να δώσει και να κερδίσει, πολλά ταξίδια να πραγματοποιήσει, πολλές μνήμες να δημιουργήσει, πολλά όνειρα να εκπληρώσει και μια ζωή μπροστά της να εξακολουθεί να την απολαμβάνει. Κοίταξε το απέναντι πεζοδρόμιο και είδε ένα αδέσποτο κουτάβι να προσπαθεί να διασχίσει το δρόμο ανάμεσά τους.

Τα αυτοκίνητα έτρεχαν ασταμάτητα, αδιάφορα για την προσπάθεια του μικρού ζώου. Και εκείνο στριμωχνόταν ανάμεσα στις ρόδες, κουτρουβαλούσε και ξανασηκωνόταν σε έναν αγώνα που έμοιαζε χαμένος. Σκονιζόταν και συνέχιζε, ακροβατώντας μεταξύ ζωής και θανάτου, δίχως να υποχωρεί.
Μετά από μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να φτάσει στη δική της μεριά. Την πλησίασε, τρίφτηκε ανάμεσα στα πόδια της και με την μικρή και υγρή του γλώσσα, έγλυψε τα δάκτυλα των ποδιών της. Εκείνη σήκωσε τα χέρια της, ακούμπησε τα στήθη της και έσφιξε όσο ποτέ άλλοτε τις γροθιές της.
Για την υπόλοιπη γειτονιά, ξημέρωνε μια ακόμα συνηθισμένη ημέρα.