Μετανάστευση για δουλειά: Κάποτε οι παππούδες μας, τώρα εμείς;

Μετανάστευση για δουλειά: Κάποτε οι παππούδες μας, τώρα εμείς;

Ακούτε κι εσείς συχνά την φράση «όταν εμείς χτίζαμε Ακρόπολη, οι άλλοι ζούσαν στα δέντρα»; Εντοπίζετε συχνά σε συζητήσεις μεγαλυτέρων τις ατάκες «‘πώς μας έκαναν/κατάντησαν έτσι» και «πού μας φέρανε σαν λαό»; Εάν ναι, τότε καλώς ήρθατε στο θέμα του σημερινού μας άρθρου.

Ζούμε στην χώρα του ήλιου και της θάλασσας, της άφθονης φυσικής ομορφιάς και του απεριόριστου κάλλους. Ζούμε στο φιλέτο της γης, εάν θέλετε. Στη χώρα που φιλοξένησε στα σπλάχνα της τον πολιτισμό και την εξέλιξη, μα δυστυχώς τα έβγαλε από τα σπλάχνα της και κάπου στην πορεία χάθηκαν σαν μικρό παιδί που δε βρίσκει τον δρόμο του.

Δεν ξέρω ποια η επαφή σας τον τελευταίο καιρό με την ελληνική αγορά εργασίας, αλλά επιτρέψτε μου να σας κάνω μια σύντομη ενημέρωση. Ανύπαρκτες θέσεις εργασίας και μηδαμινές ευκαιρίες καριέρας δεσπόζουν επιβλητικά στο προσκήνιο, με τις μεγάλες πολυεθνικές να αυξάνουν τις προσλήψεις τους, ειδικά εν όψει εορτών και εκπτωτικής περιόδου, κάνοντας το παιχνίδι φαινομενικά βατό αλλά ουσιαστικά ανώφελο. Τι εννοώ με τα παραπάνω; Μα φυσικά το αυτονόητο.

Κάθε νέος/νέα που φιλοδοξεί να στρώσει τους θεμέλιους λίθους της καριέρας του πάνω στο αντικείμενο που έχει σπουδάσει και θέλει να ασχοληθεί, έρχεται αντιμέτωπος με την επαγγελματική ανυπαρξία σε πλαίσιο ευκαιριών, καθώς και με τη καλοσχεδιασμένη τακτική των πολυεθνικών να προσλαμβάνουν δίνοντας ευκαιρίες στη νέα γενιά και κρατώντας την δέσμια στην εμπορική και μόνο ανάπτυξη.
Χαμηλόμισθοι μερικής απασχόλησης κάτω των εικοσιπέντε ετών, αλλά και άνω, βρίσκουν πρόσκαιρη απασχόληση (αλλά ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, σωστά; Λάθος!) σε βιομηχανίες και καταστήματα λιανικής, στα όποια πληρώνονται δυσανάλογα με τα προσόντα τους, επαναπαύονται  όμως με το ότι βρήκαν μια δουλειά στα ταραγμένα χρόνια της οικονομικής κρίσης και αβεβαιότητας.  

Η ηλικία των εικοσιπέντε καταλήγει σύντομα στα πρώτα –άντα και οι περισσότεροι νέοι καταλήγουν να προδίδουν τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους και να εθελοτυφλούν για τα πόσα λίγα έχουν πετύχει από αυτά που σχεδίαζαν. Εξαιρέσεις αποτελούν εκείνοι, που έχουν έναν φίλο που έχει έναν φίλο που είχε έναν φίλο ο οποίος έφυγε για την Αγγλία/ Γερμανία/ Ολλανδία/ Σαουδική Αραβία κοκ και βρήκε την υγειά του. Μένουν λοιπόν να ψάχνουν και αυτοί την δική τους υγειά. Έτσι έρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα της μετανάστευσης για αναζήτηση εργασίας και φτάνουμε να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με τους παππούδες μας που έφυγαν κάποτε στο εξωτερικό να πιάσουν την φάμπρικα και μαζί με αυτήν να πιάσουν και μια καλύτερη ζωή. Ερωτώ εγώ τώρα, είναι δίκαιος ο παραλληλισμός; Έχουμε φτάσει πραγματικά σε τέτοιες εποχές ανέχειας που χρειαζόμαστε υπερατλαντική (ενδεχομένως) διέξοδο;

Η μετανάστευση σε μια ξένη χώρα, μια νέα αρχή μακριά από όλους και από όλα αποτελεί μια δελεαστική ενδεχομένως πρόταση. Μα δεν είναι κρίμα; Λένε πως η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Εγώ θα πω πως η Ελλάδα μετατρέπεται σταδιακά αλλά σταθερά σε κράτος εμπορικής ανάπτυξης με καθεστώς ολιγαρχικής συγκέντρωσης του πλούτου και κατ’ επέκταση εμποδίζει τη συνολική ανάπτυξη της χώρας. Μιλάμε για ανάκαμψη μα δε δίνουμε ευκαιρίες να ανακάμψει η νέα γενιά. Μιλάμε για καινοτομίες και ερχόμαστε αντιμέτωποι με παρωχημένες και αναχρονιστικές επιλογές. Το κουβάρι ξετυλίγεται αργά και σταθερά και το νήμα δεν περνά από πολλά σημεία. Δείχνει μονόδρομο τον βασικό μισθό με την τύχη της ασφάλισης. Μειώνει τις προοπτικές και σπρώχνει την ερχόμενη γενιά να βγάλει διαβατήριο την στιγμή που θα βγάλει και τα σιδεράκια της. Έτσι καταλήγουμε να μιλάμε για μετανάστευση σε χώρες που θαυμάζουμε για τον πολιτισμό και την οργάνωσή τους, αφού από τη στιγμή που κατέβηκαν από τα δέντρα που κάποτε ζούσαν, έγιναν κοινωνικο-οικονομικές δυνάμεις και σταθερές, με συνεχή ζήτηση και ευκαιρίες. Αντίθετα εμείς μείναμε μαγεμένοι από το τοπίο της παλιάς Αθήνας και δεν είδαμε την νέα, την ώρα που κατέρρεε πίσω από την πλάτη μας.

Φτάνει κάπως έτσι και η γενιά των νέων να παίρνει τον δρόμο των παλιών, εκείνων που έφυγαν για ένα καλύτερο αύριο. Για να μη δουν αυτό το αύριο που ξημέρωσε τελικά στη χώρα που έχτισε με τα χέρια μια Ακρόπολη και γκρέμισε με τα ίδια χέρια τον λαό της.