Η μυρωδιά σου θα είναι για πάντα κλειδωμένη στην καρδιά μου

Η μυρωδιά σου θα είναι για πάντα κλειδωμένη στην καρδιά μου

Μυρωδιά! Τι όμορφη λέξη, αλήθεια.

Εσύ το ήξερες ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του; Δεν είναι με τη συνηθισμένη της έννοια, της εκλεπτυσμένης, της τεχνητής και δήθεν. Δεν έχει σκοπό να προκαλέσει, μήτε να προσκαλέσει. Είναι η άλλη. Εκείνη της ψυχής. Η γεμάτη αυθεντικότητα και τρυφερότητα. Η ξεχωριστή αύρα του καθενός μας, που αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές. Η αίσθηση που μένει πίσω, όταν εσύ έχεις φύγει από κοντά μου. Η απαλή σου μυρωδιά που με κρατάει δέσμια και την αποζητώ συνεχώς .

Το δικό σου άρωμα, καλέ μου, είναι ένα κράμα πολλών στοιχείων. Μίγμα η ψυχή σου από τόσα πολλά διαφορετικά και ευλογημένα κομμάτια, που το κάθε ένα εκπέμπει κάτι το ξεχωριστό. Δυνατή και ευαίσθητη. Σκληρή, τραχιά και ταυτόχρονα μαλακή σαν βαμβάκι. Όμορφη είναι. Καμωμένη από ατσάλι και βελούδο. Αυθεντική, καθάρια και ατόφια. Χώμα νωπό, νοτισμένο από τη δυνατή βροχή της καταιγίδας της ζωής σου, μπλεγμένο με αγνό ξύλο πεύκου. Δέντρο που στέκει δυνατό, σταθερό, αγέρωχο, δίχως να περηφανεύεται , δίχως να διατυμπανίζει την ομορφιά του. Οξυγόνο είσαι. Βαθιά εισπνοή και γεμίζω από εσένα.

Θάλασσα μυρίζεις αγαπημένε μου. Εκείνη η γλυκιά ανεπαίσθητη αλμύρα που σε τυλίγει όποτε βρεθείς σιμά της. Γαλάζια και γαλήνια απεραντοσύνη. Βουτάς και προχωράς, δίχως να ξέρεις τι θα συναντήσεις. Στοιχείο της φύσης άγριο, μα και ήμερο. Απαλό θαλασσινό αεράκι είσαι. Αύρα που σε τυλίγει και σε δροσίζει. Οδηγεί το καράβι της ζωής μου με ούριο άνεμο. Ανοίγεις πανιά και σε ακολουθώ με σιγουριά .

Αγιόκλημα και νυχτολούλουδο είσαι. Στη σιγαλιά της καλοκαιρινής νύχτας, όπου όλα είναι ήσυχα, μέσα στο βαθύ σκοτάδι η γλυκιά ευωδία σε οδηγεί. Μέσα στο σκοτάδι της ψυχής μου, η δική σου ψυχή με οδηγεί στο φως. Μυρίζεις καλοσύνη, αγνότητα, καθαρότητα. Παλιό χαρτί που μοσχοβολάει εμπειρία και έχει πάνω του γραμμένα τόσα πολλά. Με όμορφα καλλιγραφικά γράμματα. Από χέρι αγαπημένο. Και είναι και το γέλιο σου. Μοσχοβολάει φρεσκοψημένο ψωμί στο φούρνο της γιαγιάς. Όπως παλιά που λαχταρούσα τούτη την ευλογημένη λιχουδιά. Τότε που η ζωή ήταν ανέμελη, ένα παιχνίδι δίχως κανόνες και δίχως ήττες. Πληγές εξωτερικές, μονάχα στα γόνατα.

Τα μάτια σου ευωδιάζουν σαν κάστανα στη φωτιά. Μυρωδιά από τζάκι που καίει στο χωριό το χειμώνα. Εκπέμπουν θέρμη και θαλπωρή. Κοιτούν πάντα με αγάπη. Διαπεραστικό το άρωμα τους, γεμάτο γλυκιά ζεστασιά. Σαν ζεστό ρόφημα σοκολάτας τις κρύες βραδιές του χειμώνα που καταπραΰνει τον πόνο και φέρνει γλυκό ύπνο. Κυριακάτικο τραπέζι είσαι. Από εκείνα τα παλιά. Που έστρωναν τα καλά σερβίτσια, το λευκό τραπεζομάντιλο και όλη η οικογένεια μαζευόταν εκεί. Τούτη η μυρωδιά ρίχνει και το τελευταίο τοίχος εγωισμού. Έστω για λίγο η ψυχή μου γίνεται κάστρο πορθημένο που εισβάλει μέσα του η αγάπη. Η δική σου αγάπη.

Η δική μου μυρωδιά δεν ξέρω ποια είναι. Εσύ όμως την βρήκες και την ξεχώρισες. Την εκτίμησες και την αποζητάς. Και σε ευγνωμονώ. Η μυρωδιά της αγάπης μας με τριαντάφυλλο μοιάζει, που από μπουμπούκι μικρό, άνοιξε ολάκερο και τώρα πια μυρίζει διαρκώς. Διώξε τα αγκάθια και άσε την να ανθίζει. Πάντα. Για πάντα.