Ότι δεν κούμπωσε σε σένα απλά δεν ήταν το καλύτερό σου

Ότι δεν κούμπωσε σε σένα απλά δεν ήταν το καλύτερό σου(pixabay)

Να θες να γράψεις και να μην μπορείς. Αυτά που σε έκαναν κάποτε να εμπνέεσαι να μη σου κάνουν καμία αίσθηση. Οι άνθρωποι που με ένα τους βλέμμα, σου ξυπνούσαν ένστικτα ζωώδη και αχαλίνωτα πάθη τώρα να μοιάζουν με κενά κουφάρια στα μάτια σου. 

Οι μουσικές που έφερναν σκέψεις, όνειρα για απλησίαστες ευτυχίες και ονειροπολήματα σου ακούγονται βαριές στα αυτιά σου. Τα ταξίδια που πίστεψες πως θα βρεθείς μαζί του φαντάζουν ανούσια.

Κι εκεί καταλαβαίνεις τι ακριβώς σημαίνει ξενέρωμα. Εκεί καταλαβαίνεις πως το γρανάζι έσπασε και η μπαταρία τελείωσε. Καμία πρίζα και καμία φόρτιση δεν είναι πια ικανή να σε φέρει στην κατάσταση εκείνη. 

Και λες αυτό ήταν. Δε θα ξαναερωτευτώ ποτέ. Τελείωσαν όλα γιατί το μέσα μου ξεσκίστηκε.

Κι όμως, εκείνος ο τυχαίος στη γωνία που σε κοίταξε, ο άκυρος στο ίντερνετ που σου μίλησε, σε κάνει να καταλάβεις πως τίποτα δεν είναι για πάντα. Σε κάνει να αντιληφθείς πως δεν είσαι αποτέλεσμα των βιωμάτων σου και μόνο. Σε κάνει να δεις πως ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Και ότι δεν κούμπωσε σε σένα απλά δεν ήταν το καλύτερό σου. 

Και σου φωνάζει ο άλλος, να μην τον συγκρίνεις. Σου λέει να ανοίξεις το φερμουάρ του είναι σου και να δοθείς ολοκληρωτικά. Χωρίς κολλήματα και στεγανά. Χωρίς φοβίες κι ανασφάλειες. Μόνο έτσι θα το ζήσεις. Μόνο έτσι θα τολμήσεις να ευτυχίσεις. 

Κι με όλα αυτά τρως μια σφαλιάρα στα μούτρα και απορείς με σένα. Απορείς με αυτά που επέτρεψες οι άλλοι να σου κάνουν. Απορείς με αυτά που νόμιζες ότι ένιωθες για τον προηγούμενο. Ποιος προηγούμενος ρε; Φαντάσματα όλοι. Εσύ από την αρχή το όλον ήθελες. Μα μπήκες σε ένα παιχνίδι γιατί το ήθελαν άλλοι. Ή απλά βόλευε κι σένα ποιος ξέρει. 

Τώρα η έμπνευσή μου άλλαξε. Δεν πηγάζει από κάποιον αλλά από μένα και μόνο.