Εκείνες οι αντιπαθητικές μάσκες των ανθρώπων

Εκείνες οι αντιπαθητικές μάσκες των ανθρώπων

            Μάσκες παντού. Οι άνθρωποι κυκλοφορούν πλέον με μάσκες. Στο λεωφορείο, στο σούπερ-μάρκετ, στον δρόμο. Μερικές φορές φοβάμαι. Ειδικά όταν βλέπω να τις φορούν σε μαύρο χρώμα. Νομίζω ότι είναι κλέφτες και τότε σφίγγω πιο πολύ το χέρι της μαμάς.

            Φοράει και η μαμά μου μάσκα, ευτυχώς όχι μαύρη. Όταν τη βλέπει ο μπαμπάς μου γελάει αλλά εκείνη τον μαλώνει αν ξεχάσει να φορέσει. Και το αντίθετο, αν ξεχάσει η μαμά. Είναι κακές οι μάσκες γιατί προκαλούν αναστάτωση στο σπίτι μας. Αυτός είναι ο λόγος που τις αντιπαθώ ακόμη περισσότερο.

            Ευτυχώς εμένα δεν με μάλωσαν ποτέ. Εγώ δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω να βάλω γιατί πολύ απλά δεν έχω δικές μου μάσκες. Ούτε είδα κανένα άλλο παιδί να φοράει. Ψέματα, είδα αλλά μόνο μια φορά.

            Είχαμε πάει με τη μαμά μου στο νοσοκομείο. Έπρεπε να κάνει κάτι εξετάσεις και με πήρε μαζί της. Πού να με αφήσει άλλωστε; Τα σχολεία είναι κλειστά εξαιτίας αυτού του κορωνοϊού κι οι γιαγιάδες μου μένουν μακριά. Καθόμασταν σε δυο καρέκλες σε έναν μακρύ διάδρομο και περιμέναμε. Βαριόμουν πολύ. Εγώ κοιτούσα προς τα δεξιά μου προσπαθώντας να καταλάβω τι βρίσκεται στο τέλος. Τόσο μεγάλος διάδρομος ήταν. Κάποια στιγμή είδα μια φιγούρα να τρέχει προς το μέρος μας. Ήταν ένα παιδί. Πρέπει να ήταν στην ηλικία μου. Φορούσε μάσκα, ένα μακρύ άσπρο ρούχο και τα πόδια του ήταν ξυπόλυτα. Παραξενεύτηκα αλλά το πιο περίεργο ήταν ότι δεν είχε καθόλου μαλλιά κι έτσι δεν ήξερα αν είναι αγόρι ή κορίτσι.

            Μόλις με είδε, σταμάτησε να τρέχει. Με κοίταξε με ενδιαφέρον και με ρώτησε αν θέλω να παίξουμε. Κατάλαβα ότι ήταν κορίτσι αλλά τι θα μπορούσαμε να παίξουμε παρέα; Εγώ είχα μαζί μου μόνο αυτοκίνητα. Παρ' όλα αυτά ήθελα πολύ. Στράφηκα στη μαμά μου μα έδειχνε ανήσυχη. Πριν προλάβω να τη ρωτήσω, ακούστηκε μια φωνή από το τέρμα του διαδρόμου. «Μαρίαααααα!» Ήταν μια νοσοκόμα, πήρε το κοριτσάκι από το χέρι κι έφυγαν. Απογοητεύτηκα. Ήθελα πολύ να μάθω γιατί φορούσε μάσκα.

            Όταν πήγαμε σπίτι, ρώτησα τη μαμά μου και μου απάντησε πως ήταν πολύ άρρωστο. Τότε πώς έτρεχε τόσο γρήγορα; Μήπως μου έλεγε ψέματα; Έσερνα ένα φορτηγάκι πάνω στο τραπέζι και όλο το σκεφτόμουν. Τότε την είδα κλαίει σιγανά ενώ έκρυβε το πρόσωπό της σε ένα χαρτομάντιλο. Τελικά πρέπει να ήταν πολύ άρρωστο το κορίτσι.