Φωτογραφί- ΖΩ: Μόνο μπερεκέτια, παιδιά μου

Μόνο μπερεκέτια, παιδιά μου…

Κρέμασε στο χριστουγεννιάτικο δέντρο το ρόδι με τα ρυτιδιασμένα χέρια της να τρέμουν. Θυμήθηκε που όταν ήταν παιδί, ο παππούς της την έβαζε να κάνει το ποδαρικό στην αυλή του. Κι εκείνη μικρό κοριτσάκι γεμάτη ενθουσιασμό, πετούσε με δύναμη το ρόδι κάτω και γέμιζε η γωνιά με τα κόκκινα σπόρια του.

   -Όσο γεμάτο είναι το ρόδι, τόσο γεμάτη να είναι η σακούλα του νοικοκύρη. Σιτάρια, κριθάρια, μπερεκέτια.

Άλλα χρόνια εκείνα. Ο κόσμος πεινούσε και ευχόταν για μια καλή σοδειά. Την αξιοπρεπή επιβίωση της οικογένειας μόνο τα γόνιμα σωθικά της γης μπορούσαν να την εξασφαλίσουν.

Κάθισε με αργά βήματα στην αγαπημένη της πολυθρόνα και κοίταξε ξανά το κόκκινο ρόδι να λάμπει ανάμεσα στα πράσινα κλαδιά. Η ελπίδα και η λαχτάρα του ανθρώπου για ζωή κρέμονται μαζί μ’ αυτό το ρόδι κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. 

Η σκέψη της ταξίδεψε στα παιδιά της και τα εγγόνια της, που φέτος δε θα μπορέσει να τα σφίξει στην αγκαλιά της για να τους ευχηθεί.

Άφησε έναν αναστεναγμό και η ευχή της πήγε και φώλιασε μέσα στη μαγεία του κόκκινου ροδιού.

    -Μόνο μπερεκέτια, παιδιά μου, ψιθύρισε. Εύχομαι η καρδιά σας να ανασαίνει γαλήνια μέσα στο κουκούλι της αγάπης. Παραδομένη και αφημένη σε χέρια έμπιστα, όπως αυτό το ρόδι κρέμεται περήφανο από μια λεπτή κλωστή. Η ζωή είναι αρχόντισσα και κιμπάρισσα. Πάντα κρύβει το καλό στα σπλάχνα της, βάλσαμο για να γιατρέψει την πληγή στις δύσκολες τις ώρες.

Έκλεισε τα μάτια της και παραδόθηκε στον ύπνο  τυλιγμένη στο ζεστό σάλι της. Τόσο βαθιά, που δεν ένιωσε το χέρι του παππούλη με τα περίεργα κουδουνάκια να της χαϊδεύει τρυφερά τα άσπρα της μαλλιά.