Μίκης Θεοδωράκης: Ο αθάνατος επαναστάτης

Μίκης Θεοδωράκης: Ο αθάνατος επαναστάτης

Είχα τρεις ζωές, τη μια την πήρε ο άνεμος, την άλλη οι βροχές

κι η τρίτη μου ζωή, κλεισμένη σε δυο βλέφαρα, πνίγηκε μες στο δάκρυ” (Eίχα τρεις ζωές, 1969)

Aφιέρωμα για το Μίκη Θεοδωράκη. Ασήκωτο το βάρος. Δεν έχει να κάνει μόνο με το γεγονός ότι πρέπει να γίνει αναφορά σε ένα τεράστιο κεφάλαιο της νεότερης Ελληνικής ιστορίας. Έχει να κάνει και με τις πληροφορίες που θα επιλεχθούν, από μια τεράστια δεξαμενή στοιχείων. Έχει να κάνει ακόμη και με το πως να γραφτεί ένα αφιέρωμα για κάποιον ο οποίος έχει στιγματίσει τις ζωές μας, χωρίς να περάσει έντονα το προσωπικό στοιχείο μέσα στο κείμενο. Ίσως όταν μιλάμε για τέτοιες σπουδαίες προσωπικότητες, το ατομικό εύκολα πολλαπλασιάζεται και το προσωπικό συναίσθημα, γίνεται συναίσθημα των πάντων, μέσα από έναν κοινό σεβασμό και μια αξόδευτη αγάπη. 

Αναφερόμαστε έτσι και αλλιώς σε μια τεράστια απώλεια, η οποία θα δείξει την πραγματική της αξία, όσο ο χρόνος θα απομακρύνεται. Θα μπορούσαμε δίχως να θέλουμε να είμαστε ασεβείς, να αναφερθούμε σημειολογικά σε μια ανθρώπινη και Ελληνική Μεγάλη Παρασκευή. Στο πρόσωπό του, η μοίρα βρήκε τον πιο άξιο αντιπρόσωπο των αγώνων μιας ολόκληρης περιόδου. Δεν έχει αξία να αναλύσουμε αν ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο κορυφαίος Έλληνας μουσικοσυνθέτης από τους τόσους σπουδαίους που ύμνησαν τις αξίες της ίδιας της ζωής. Όταν έχουμε μπροστά μας τέτοιου μεγέθους οροσειρές, είναι άδικο να μπούμε στη διαδικασία να αναφέρουμε ποια είναι ψηλότερη. 

Ας θεωρήσουμε δεδομένο ότι οι λέξεις δε μπορούν να χωρέσουν στο αφιέρωμα, γιατί αν θα επιζητούσαμε την πληρότητα, θα έπρεπε να γράψουμε τόμους ολόκληρους. Να πάρουμε στο ένα μας χέρι βιβλία της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας, στο άλλο χέρι την ίδια τη βιογραφία του Μίκη και να συγκρίνουμε σελίδα τη σελίδα, πως η μία επηρεάστηκε και επηρέασε την άλλη. Ήταν το σύμβολο της μεταπολεμικής Ελλάδας, πλάι στον άλλο σπουδαίο τον Μάνο Χατζιδάκι. Το 1963, οι δυο τους ίδρυσαν τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και έδωσαν διάφορες συναυλίες σε ολόκληρη την Ελλάδα, σε μια προσπάθειά τους να φέρουν τον κόσμο σε επαφή με τη συμφωνική μουσική. Για τους υπόλοιπους πιθανά να υπήρχαν τεχνητοί ανταγωνισμοί. Οι δυο τους, ανυπέρβλητοι, είχαν μια σχέση γεμάτη σεβασμό και αλληλοεκτίμηση. 

Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Η δουλειά του πατέρα του ως ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, τους ανάγκασε να μετακινούνται συχνά στα παιδικά του χρόνια. Μυτιλήνη, Σύρος, Αθήνα, Ιωάννινα, Αργοστόλι, Πάτρα, Πύργος, Τρίπολη ήταν οι πόλεις τις οποίες γνώρισε από νωρίς, ενώ τα πρώτα του ακούσματα ήταν οι ψαλμωδίες της ορθόδοξης εκκλησίας. 

Γράφει στη βιογραφία του «ότι πρώτη φορά είδε νότες σ΄ ένα σχολικό βιβλίο» το 1937. Τότε ήταν, που άνοιξε διάπλατα μπροστά του ο κόσμος της μουσικής τον οποίο θα υπηρετούσε με τέτοια συνέπεια και αποτελεσματικότητα για το υπόλοιπο της ζωής του. Σε ηλικία μόλις 12 ετών συνέθεσε το πρώτο μουσικό του έργο, ενώ στα 17 του χρόνια έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ στην Τρίπολη με το δικό του έργο «Κασσιανή. Την ίδια χρονιά, εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης. Ατίθασο πνεύμα και θιασώτης της ελευθερίας, γρήγορα ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Σε μια πορεία για την 25η Μαρτίου θα συμμετάσχει σε ένα επεισόδιο και θα συλληφθεί από τους Ιταλούς. Ήταν το ξεκίνημα της δεύτερης παρακαταθήκης του Μίκη προς όλους μας, της ανάγκης του ανθρώπου να αγωνίζεται διαρκώς για τα δικαιώματά του. Το 1943 θα εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στην Αθήνα, όπου και θα συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές. 

Μια καινούργια και ίσως περισσότερο επιζήμια σε όλα τα επίπεδα τραγωδία, εξελίχθηκε στην Ελλάδα μετά τη λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου, εκείνη του εμφυλίου πολέμου. Ο Μίκης Θεοδωράκης θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο όπου και θα βασανιστεί μέχρι παραλύσεως. Οι πολιτικές διώξεις δεν ανέκοψαν το δημιουργικό του έργο, αντιθέτως πιθανά λειτούργησαν ως πηγή έμπνευσης, σε ένα περιβάλλον γεμάτο πόνο, καταπίεση και ανάγκη έκφρασης των συναισθημάτων ενός μεγάλου τμήματος του λαού. Μετά από πιέσεις συγγενών του οι οποίοι ήταν κρατικοί υπάλληλοι, θα απολυθεί από το στρατόπεδο ως ανάπηρος. Μετά από κάποια χρόνια, όπου πάλεψε να βρει τις ισορροπίες του μεταξύ των πολιτικών πιέσεων και των δικών του αντιλήψεων, μεταναστεύει στο Παρίσι με κρατική υποτροφία. 

Το 1960 επιστρέφει στη Ελλάδα. Είναι μια χρονιά ορόσημο, γιατί τότε συνθέτει τον «Επιτάφιο» του μεγάλου ποιητή Γιάννη Ρίτσου σε ενορχήστρωση Μάνου Χατζιδάκι. Την ίδια χρονιά αρχίζει και τελειώνει το «Άξιον Εστί», του σπουδαίου ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη καθώς και τα «Επιφάνεια» του εξίσου μοναδικού Γιώργου Σεφέρη. Εκείνη τη χρονιά ο Μίκης Θεοδωράκης συνέδεσε τη λαϊκή μουσική και το Ευρωπαϊκό έντεχνο στοιχείο, με τη σύγχρονη Ελληνική ποίηση. Ήταν η απαρχή αυτού που θα ονομαστεί αργότερα «μελοποιημένη ποίηση». Ο ίδιος ο Ρίτσος είχε πει για τον Θεοδωράκη ότι «έφερε την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του». Ακολούθησε η μελοποίηση ποιημάτων πολλών μεγάλων ποιητών, από τον Βάρναλη, τον Γκάτσο, τον Λειβαδίτη και τον Καμπανέλλη, μέχρι τους Neruda και Lorka. Ο ίδιος είχε αναφέρει ότι τον ενδιέφερε «να υπηρετήσει πιστά τη νεοελληνική κυρίως ποίηση, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακούγοντας ένα τραγούδι, να μη μπορείς να φανταστείς τη μουσική σε άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική».

Η Χούντα των συνταγματαρχών τον έστειλε ξανά στην παρανομία, καθώς ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην πρώτη αντιδικτατορική οργάνωση. Το έργο του ήταν επόμενο να απαγορευτεί από το καθεστώς, αφού οι ιδέες της ελευθερίας και της ισονομίας, απείχαν εξολοκλήρου από την ιδεολογία των δικτατόρων. Η νεολαία όμως αγκάλιασε έστω και κρυφά τα μελωδικά του οράματα και τα μελοποιημένα ποιήματα, έμοιαζαν να είναι η σπίθα που κάποια στιγμή θα οδηγούσε στην πραγματική επανάσταση. Τον Αύγουστο του 1967, συνελήφθη και μετά από βασανιστήρια, απομόνωση και απεργίες πείνας, μεταφέρθηκε βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο των φυλακών Αβέρωφ. Στη συνέχεια καταδικάστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό με την οικογένειά του, στην απομονωμένη Ζάτουνα. Η επιστροφή του στη Φυλακή του Ωρωπού επιδείνωσε την κλονισμένη του υγεία και ξεσηκώθηκε διεθνής κατακραυγή. Η Ακαδημία Τεχνών στο Βερολίνο, έστειλε επιστολές διαμαρτυρίας, ενώ προσωπικότητες όπως οι Igor Stravinsky, Arthur Miller, Yves Montand, Arthur Schlesinger, Dmitri Shostakovich, οργάνωσαν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Υπό την πίεση της κοινής γνώμης, απελευθερώνεται και αυτοεξορίζεται στο Παρίσι. Στο εξωτερικό έδωσε δεκάδες συναυλίες λειτουργώντας ως εκπρόσωπος και σύμβολο της ανάγκης της Ελλάδας για ελευθερία και δημοκρατία αλλά και ως αφορμή για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους και άλλοι καταπιεσμένοι λαοί. Παράλληλα, ξεκίνησε με τον Τούρκο μουσικό Zülfü Livaneli μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, υπερασπίστηκε την ένωση των αριστερών δυνάμεων, αλλά απογοητεύτηκε από την άρνησή τους για συνεργασία. Το 1989, υποστήριξε την κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ–Συνασπισμού του Τζαννή Τζαννετάκη, ενώ την επόμενη χρονιά, εκλέχτηκε ανεξάρτητος Βουλευτής, συνεργαζόμενος με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, και έγινε Υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου παρά τω Πρωθυπουργώ, μια επιλογή του για την οποία κατακρίθηκε από συναγωνιστές και συντρόφους του. Ακόμη και τότε θα πρέπει να του χρεώσουμε ότι δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες του, μα συνέχισε να ζυμώνεται, να ζημιώνεται και να εμπνέει. Ποτέ όμως δε θα εμφανιστεί κάποιος ο οποίος θα αμφιβάλλει για τη διάθεσή και ανάγκη του Θεοδωράκη να γίνει υποστηρικτής όλων των καταπιεσμένων λαών και για το ότι το μοναδικό κίνητρο που είχε στις επιλογές του, ήταν το συμφέρον της πατρίδας, έτσι όπως εκείνος κάθε φορά το αξιολογούσε.   

Ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε μουσική όλων των ειδών, από όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα και χορωδιακή εκκλησιαστική, έως μουσική για αρχαίο δράμα, θέατρο, κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι και μετασυμφωνικά έργα. Πλούσιο είναι και το συγγραφικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη με βιβλία πολιτικού, μουσικού και αυτοβιογραφικού περιεχομένου. Επίσης, συνέγραψε πολλούς κύκλους ποιημάτων που μελοποίησε ο ίδιος.

Μερικά από τα διασημότερα μουσικά του έργα είναι: 

Κύκλοι τραγουδιών: Τα Παιδικά, Επιτάφιος, Επιφάνια, Πολιτεία Α΄,Β΄, Γ΄και Δ΄, Λιποτάκτες, Μικρές Κυκλάδες, Μαουτχάουζεν, Romancero Gitano, Θαλασσινά Φεγγάρια, Ο Ήλιος και ο Χρόνος, 12 Λαϊκά, Νύχτα Θανάτου, Αρκαδίες, Τα τραγούδια του Αγώνα, Τα τραγούδια του Ανδρέα, 18 Λιανοτράγουδα, Στην Ανατολή, Τα Λυρικά, Χαιρετισμοί, Επιβάτης, Ραντάρ

Μουσική για φιλμ: “Το ξυπόλυτο τάγμα” (Greg Tallas), “Ill met by moonlight”, “Honeymoon” (Michael Powell), «Συνοικία το όνειρο» (Αλεξανδράκης), “Φαίδρα” (Ντασέν), “Les amants de Teruel” (Raymond Rouleau), «Ηλέκτρα», «Ζορμπάς» «Τρωάδες», «Ιφιγένεια» (Κακογιάννης), «Ζ» “Κατάσταση πολιορκίας” (Γαβράς), «Σέρπικο» (Sidney Lumet), «Ο Άνθρωπος με το γαρίφαλο» (Τζήμας)

Καντάτες και Ορατόρια: 1960: «’Αξιον Εστί» (Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης), 1967: «Επιφάνια Αβέρωφ» (Κείμενο: Γ. Σεφέρης), 1969: «Πνευματικό Εμβατήριο» (Ποίηση: Σικελιανός), «Κατάσταση Πολιορκίας» (Ποίηση: Ρένα Χατζηδάκη), 1971/82: «Canto General» (Ποίηση: Πάμπλο Νερούντα), 1981/2: «Κατά Σαδδουκαίων» (Ποίηση: Μιχ. Κατσαρός) 1982: Λειτουργία Νο 2. («Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον Πόλεμο»: Τάσος Λειβαδίτης, 1982/3: «Λόρκα» για φωνή, σόλο κιθάρα, χορωδία ορχήστρα, (βάσει του«Romancero Gitan»), 1992: «Canto Olympico» (πιάνο-χορωδία-ορχήστρα), «Θεία Λειτουργία»(«Miss a Greca»), «Liturgia 2», «Requiem»

Μοντέρνο Θέατρο: 1960/61: «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», τραγωδία σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη, 1961/62: «Όμορφη Πόλη», μουσική επιθεώρηση 1963: «Η Γειτονιά των Αγγέλων», (Ιάκ. Καμπανέλλης) 1963: «Μαγική Πόλη», μουσική επιθεώρηση (Θεοδωράκης, Περγιάλης, Κατσαρός), 1974: «Προδομένος Λαός», (Βαγγέλης Γκούφας), 1975: «Εχθρός Λαός», (Ιάκωβος Καμπανέλλης), 1975: «Χριστόφορος Κολόμβος», (Νίκος Καζαντζάκης), 1976: «Καποδίστριας», (Νίκος Καζαντζάκης), 1977: «Ο ‘Αλλος Αλέξανδρος» 1979: «Παπαφλέσσας»

Συμφωνική μουσική: Εως το 1953: «Τρίο» για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο, «Το πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς», «Έρως και Θάνατος», «Πρώτη Συμφωνία», Συμφωνία Νο 1., Μετά το 1953: Σονατίνα για πιάνο, Κονσέρτο για πιάνο, Σουίτες Νο 1, 2 και 3 για ορχήστρα, Σονατίνες Νο1 και 2 για βιολί και πιάνο, 1981: Συμφωνία Νο 2. (Το τραγούδι της Γης, Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη), 1983: Συμφωνία Νο 7 («Εαρινή», Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος, Γιώργος Κουλούκης), 1986/7: Συμφωνία Νο 4 («Των Χορικών») για σοπράνο, μέτζο, αφηγητή, χορωδία και συμφωνική ορχήστρα χωρίς έγχορδα, «Κατά Σαδδουκαίων», «Canto Olympico», «Κονσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα», «Κονσέρτο για κιθάρα και ορχήστρα».

Tιμήθηκε με το βραβείο Bafta πρωτότυπης μουσικής για την ταινία «Ζ» (1969), ενώ ήταν υποψήφιος για βραβείο Grammy για την ταινία «Αλέξης Ζορμπάς» το 1966 και «Serpico» το 1975. Το 1983 του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη, ενώ το 2000 ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. 

Η παρακολούθηση του Μίκη Θεοδωράκη στις συναυλίες του ήταν μια εμπειρία ζωής. Αεικίνητος, με τον δυναμισμό και την νεανικότητα που τον χαρακτήριζε, μπορούσε να ξεσηκώσει ολόκληρα γήπεδα, διαπερνώντας τις ηλικίες και τα πολιτικά και τα κοινωνικά στρώματα. Ακόμη και όταν οι δυνάμεις του είχαν εξαντληθεί, ένα του βλέμμα, ένα σήκωμα των χεριών του, ήταν ικανά να αναστήσουν την υποταγμένη ή συμβιβασμένη καθημερινότητα του καθενός μας. Τις στιγμές που από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων έβγαιναν οι σπουδαίοι στίχοι, πλαισιωμένοι από τη δική του επιβλητική μουσική επένδυση, τότε η οικουμενικότητα του ταξίδευε από άκρη σε άκρη, σε κάθε ανελεύθερη γωνιά αυτού του πλανήτη, σε κάθε άνθρωπο του οποίου η καρδιά επιθυμούσε να χτυπά ακόμη όπως αξίζει στους ανθρώπους. Για τους περισσότερους από εμάς δεν υπάρχει στιγμής στις ζωές μας που δεν έχει χαρακτηριστεί από τις μελωδίες του. Στις σχολικές γιορτές, στις στιγμές που η παγκόσμια ανθρωπότητα απειλείται από τα φασιστικά ιδεώδη, ή στις ώρες που αναζητούμε ένα ψυχολογικό στήριγμα να αντιταχθούμε σε όσα μας καταδυναστεύουν, οι συγχορδίες του και τα αρπίσματα του αρκούν για να μας σηκώσουν από τις καρέκλες και να σηκώσουμε ψηλά το χέρι ως άνθρωποι ελεύθεροι. 

Ο ίδιος περιγράφει: «Όλη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή του βέβαιου θανάτου. Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά, έβλεπα με το νου μου καθαρά την εικόνα της τελευταίας στιγμής. Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθιά γαλάζιο. Η ατμόσφαιρα διάφανη, με κρυσταλλένια καθαρότητα. Τι θα φώναζα σ΄ αυτήν τη στιγμή του τέλους; Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική. Ένας φρουρός έμενε πάντα μαζί μου μέσα στο κελί. Αν είχε κάποια κατανόηση μπορούσε τότε να κουβεντιάζω λίγο μαζί του. Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Να φωνάξω άραγε «ζήτω η ομορφιά», «ζήτω η αγάπη»;», γράφει στο ημερολόγιό του. 

Κανείς ίσως δε ξέρει ποιες ήταν πραγματικά οι τελευταίες του κουβέντες. Ίσως γιατί τέτοιου διαμετρήματος άνθρωποι, δεν σταματούν να μιλούν παρά το θάνατό τους. Κάθε φορά που σε αυτόν τον κόσμο θα πεθαίνει ένα γελαστό παιδί, κάθε φορά που ένας Αντώνης θα σηκώνει μια πέτρα στο Wiener Graben, κάθε φορά που θα χτυπάνε κάποιον Ανδρέα σε μια ταράτσα, κάθε φορά που η βροχή θα πέφτει στις παράγκες των φτωχογειτονιών, κάθε φορά που ο αδικημένος θα επικαλείται τον ήλιο της δικαιοσύνης, κάθε φορά που μια μητέρα θα πενθεί για τον γιο της που άρμεγε με τα μάτια του το φως της οικουμένης, κάθε φορά…κάθε φορά…ο Μίκης όλων μας θα είναι εκεί, ζωντανός, με τα χέρια ανασηκωμένα στον ουρανό, με τα μαλλιά να ανεμίζουν ατίθασα και θα προσφέρει ζωή και θα μεσιτεύει ελευθερία. 

Και έφτασε η ώρα ο καθένας μας να προσγειωθεί στις δικές του διαστάσεις. Εκείνος εκεί ψηλά, εμείς εδώ στην πεπερασμένη μας ζωή. Να αναζητούμε ελπίδες για το μέλλον. Ένα δάκρυ τρέχει από τα μάγουλά μας. Όχι μόνο για τον ανθρώπινο χαμό του. Ίσως περισσότερο γιατί αποκτούν τεράστια αξία οι στίχοι που έγραψε ο ίδιος ο Θεοδωράκης μετά το θάνατο του Pablo Neruda. 

“Ήσουν ο στερνός ήλιος. Τώρα κυβερνούν νάνοι. Ορφάνεψε η γη”

 

ANAΦΟΡΕΣ 

 https://el.wikipedia.org/wiki/Μίκης_Θεοδωράκης

https://mikisguide.gr/ergografia-miki-theodoraki/

https://www.protagon.gr/epikairotita/44341195104-44341195104

https://www.protagon.gr/apopseis/o-teleftaios-megalos-44342341856

https://www.mikistheodorakis.gr/el/music/

https://www.ethnos.gr/politismos/172369_mikis-theodorakis-mia-syzitisi-gia-ola

https://www.mikistheodorakis.gr/el/poems/