Πώς θα μπορούσα να είμαι συνεχώς το τέλειο πλάσμα που αγάπησες;

Πώς θα μπορούσα

Ήμουν εγώ, και ήρθες εσύ. Ήσουν εσύ και ήρθα εγώ...

Σε κάλεσα στη ζωή μου, με κάλεσες στη δική σου.
Μπήκε ο ένας μέσα στον  άλλον, με όλα μας τα δώρα φορτωμένοι. 
Κρυμμένοι είχαμε και οι δυο τη δεύτερη φορεσιά μας. Αυτήν που λένε πιο ανθρώπινη.

Πώς θα μπορούσα να είμαι συνεχώς το τέλειο πλάσμα που αγάπησες;
Πώς θα μπορούσες να είσαι ο δυνατός άντρας, που λάτρεψα;
Αδυναμίες κρυμμένες σαν άσσοι σε μανίκια ταχυδακτυλουργού. 
Έβγαιναν σιγά σιγά, αποδομίζοντας τους καθρέφτες της τέλειας εικόνας.
Με είδες να σέρνομαι φοβισμένη απ' το βάρος της ζωής,
να χάνω τη λάμψη μου πάνω στο αναστατωμένο κρεβάτι.
Σε είδα να χαμηλώνεις, να χάνεις  τη μαγεία σου,  
και να σκουπίζω δάκρυα απ' τα μάτια του έκπτωτου θεού. 

Κάπου εκεί, ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύτικο φαίνεσθαι, 
στην ύστατη στιγμή του χαμού, τα χέρια μας έσφιξαν το ένα το άλλο.
Αγάπη ήταν, φόβος για τον μονό αριθμό ήταν... ότι και αν ήταν.

Άντεξε, εσένα, εμένα, εμάς. Άντεξε το παρελθόν, και ζει το παρόν.
Αναμετρά το μέλλον και ονειρεύεται. 
Σε χρίζω ξανά θεό μου, λατρεύοντας απ' την αρχή δύναμη και αδυναμίες.
Με ζωγραφίζεις με τα μάτια της ψυχής σου, βάζοντας μου ρυτίδες χαμόγελου.
Μεγαλώνουμε χωρίς μυστικά, χωρίς μαγικά φίλτρα. 

Βάλαμε τους άσσους στην τράπουλα και παίζουμε με όλα τα φύλλα ανοιχτά.
Οι καθρέφτες έσπασαν, τα είδωλα γκρεμίστηκαν.

Μείναμε χωρίς θεούς, απλοί θνητοί που κλέβουν την Αθανασία μέσω του Έρωτα.
Τελικά η ζωή είναι ωραία και μεγάλη. 
Και για στιγμές