Σφιχταγκαλιασμένοι...

Σφιχταγκαλιασμένοι...

Στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας τους είδα.
Μία εβδομάδα πριν.
Ήρθαν με τα καλά τους, τελευταία φορά γιορτή, και στάθηκαν στο προαύλιο περιμένοντας να βγει η εικόνα.
Μύριζαν καπνό, αγιόκλημα από τους κήπους τους, και φόβο.

Ήταν κάμποσοι.
Γέροι, νέοι, μωρά.
Ένας παππούς με τα εγγόνια του.

Μόλις τέλειωσε η περιφορά, έτρεξαν να χωθούν με λαχτάρα στα στενά, ανάμεσα στα πεύκα.
"Να ανασάνουμε λίγο οξυγόνο" είπαν "εδώ είναι παράδεισος, τόσους μήνες στο καυσαέριο, πνιγήκαμε".
Τότε τα πεύκα άνοιξαν την αγκαλιά τους και τους δέχθηκαν μέσα.
Μείναμε να τους βλέπουμε, έτσι αγκαλιασμένους σφιχτά με κλαδιά και χώμα, να μας χαιρετούν φεύγοντας για πάντα προς το αστείρευτο οξυγόνο, την γαλανή θάλασσα και τον ξάστερο ουρανό.

Κανείς ποτέ δε θα ξεχάσει την μυρωδιά τους.
Καμιά Αγία Μαρίνα δε θα ξεχάσει εκείνους τους προσκυνητές, που μια εβδομάδα μετά γίνονταν οι ίδιοι τα Άγια τοις Αγίοις.
Κανένα κοράκι δεν θα σταθεί ποτέ ικανό να καπηλευθεί τον Χάρο.
Όλοι λίγοι μπροστά τους.
Μια σταλιά στο μαρτύριό τους.

Αυτό το τσούξιμο στα μάτια μου,
Όσο η γιορτή μαινόταν.
Όσο να μην μπορώ να πάρω το νου μου από Εκείνους.
Εκείνους που μύριζαν καπνό, αγιόκλημα από τους κήπους τους και φόβο.
ΦΟΒΟ, ΦΟΒΟ, ΦΟΒΟ.

Και ένα ξημέρωμα μόνο στάχτη. Και οργή.

23/07/2018.
Μαρία Παπαιωάννου.
Για την Νέα Μάκρη μου.