Το σπίτι μου σωσμένο δεν το λες, αλλά την ψυχή μου την έσωσα

Το σπίτι μου σωσμένο δεν το λες, αλλά την ψυχή μου την έσωσα

«Είχα φορτώσει το αυτοκίνητο. Ήταν δύσκολος ο χειμώνας αλλά η άδεια είχε ευτυχώς ξεκινήσει. Κι εγώ, μετά από χρόνια, είχα ξεπληρώσει τα ρημάδια τα χρέη μου -τα δυσβάσταχτα τουλάχιστον- και μπορούσα να πάω διακοπές.

Διακοπές φίλε, λέξη άγνωστη τα τελευταία δέκα χρόνια.
Θα μου πεις μην είσαι αχάριστος. Όταν τα έχασες όλα, στον πάτο που πήγες κι έξυσες με τα δόντια στις ώρες της κρίσης, σου έμεινε και κάτι.
Και θα σου πω ότι έχεις δίκιο. Ένα σπίτι είχε μείνει. Κληρονομιά από την έρμη τη μάνα μου. Λες και το ήξερε ότι θα το χρειαστώ, επέμεινε να το πάρω εγώ. Της κάκιωσαν τα αδέρφια μου, αλλά ήρθε η ώρα που κατάλαβαν. Εγώ, ο πιο αδύναμος, ήρθε η ώρα που την κληρονομιά τη χρειάστηκα. Εκεί πήγα για να εξιλεωθώ από τα πάθη, τα λάθη και τις αμαρτίες μου, σε εκείνο το σπίτι της μάνας. Όταν τα έχασα όλα κι όλους, αυτό ήταν το μόνο που μου απέμεινε. Το σπίτι στην Κινέττα.

Δέκα χρόνια μετά, έχοντας πατήσει πια στα πόδια μου, έκλεινα την πόρτα του παλιού μου αυτοκινήτου και γύρναγα το κλειδί. Διακοπές. Μήτε και το πίστευα.
Όταν είδα τους καπνούς από το καθρεφτάκι ήμουν κάμποσα χιλιόμετρα μακριά. Φωτιά στην Κινέττα, είπαν στο ραδιόφωνο κι εγώ έκανα αναστροφή τόσο γρήγορα, όσο πεταρίζουν τα βλέφαρα.
Να προλάβω. Κάνε να προλάβω.
Ο καπνός δε με άφησε να πλησιάσω. Παράτησα το αμάξι κι έτρεξα στο σπίτι. Ο καπνός ήταν πυκνός, έμπαινε στα ρουθούνια μου, με έπνιγε. Πιο πολύ με έπνιγε όμως ο κόμπος στο λαιμό.
Κάνε να προλάβω. Κάνε να προλάβω.
Ο σκύλος στην αυλή ούρλιαζε. Είχε αναλάβει η γειτόνισσα να τον προσέχει όσο θα έλειπα. Ρίχτηκε πάνω μου με απελπισία και ανακούφιση ταυτόχρονα. Την ένιωσα την ανακούφισή του, τη μοιράστηκα.
Πίσω από το σπίτι καίγονταν δέντρα. Και η σκεπή είχε αρπάξει ήδη.
Πάνε όλα, με έπιασε απελπισία.
'Ετρεξα μέσα και άρπαξα ό,τι μπορούσα. Χαρτιά και μνήμες. Βγήκα για να φύγω.
Στο ένα χέρι η φωτογραφία της μάνας και στο άλλο ο σκύλος.
Φτάσαμε στο αμάξι. Τον έβαλα στο πίσω κάθισμα, γύρισα να φύγω. Άλλη μια φορά στον άσσο σκέφτηκα κλαίγοντας και κοίταξα τριγύρω.

Η γιαγιά του παραδιπλανού σπιτιού είχε βγει με τη μάνικα και πάλευε με τη φωτιά. Ο παππούς είχε χαθεί από χρόνια. Την ήξερα μονάχη της πια και της φώναξα να την πάρω μαζί μου.
Εγώ το βιος μου αγόρι μου δεν το παρατάω, κανείς κερατάς δε θα μου το στερήσει, μου είπε και η συρρικνωμένη από τα χρόνια φιγούρα της, γιγαντώθηκε στα μάτια μου. Τη ντράπηκα.
Σιγούρεψα το σκυλί και γύρισα στο σπίτι μου.
Έπιασα τις μάνικες, κάπου είχα κι έναν πυροσβεστήρα.
Να σώσω οτιδήποτε αν σώζεται.
Κάτι κατάφερα. Κι ύστερα πήγα παρακάτω και παρακάτω.
Πάλευε η γιαγιά, πάλευαν οι γειτόνοι.
Όπως έμαθα αργότερα πάλευε πολύς κόσμος, όχι μόνο στην Κινέττα, στο Μάτι...
Το Μάτι...

Το σπίτι μου σωσμένο δεν το λες. Την ψυχή μου όμως την έσωσα. Όλο το βράδυ την έσωζα παλεύοντας με γνωστούς κι αγνώστους. Θα μου πεις έχει αγνώστους η συμφορά; Έχει ο πόνος; Έχει ο θάνατος;
Τώρα πια ξέρω να σου πω ότι δεν έχει.
Η συμφορά σε δένει, σε κάνει γνωστό, φίλο, οικογένεια.
Κι εμένα, που χρόνια ήμουν κούτσουρο μοναχό, οικογένειά μου έγινε ο κάθε ένας που πάλευε με τις ρημαδιασμένες τις φλόγες.
Να σώσει οτιδήποτε, αν σώζεται...»
 

23.07.2018

Δεν ξεχνάμε την τραγωδία στο Μάτι.