Εμπόρευμα ένιωθα, που το έστελναν προς εκμετάλλευση

Εμπόρευμα ένιωθα, που το έστελναν προς εκμετάλλευση

Η επαφή των τροχών με το έδαφος, δήλωνε μια νέα πραγματικότητα. Η θερμοκρασία είχε ήδη αυξηθεί. Με πολλή δυσκολία κουνούσα τα πόδια μου. Το αίμα  προσπαθούσε να διανύσει και τα υπόλοιπα μέλη του σώματός μου. Εκείνα που του επέβαλλα να ξεχάσει τις τελευταίες ώρες.

Αποβίβαση. Ένας νέος κόσμος, νέες διαδικασίες, έλεγχοι. Με την αγωνία σε κάθε βήμα, με τον δισταγμό σε κάθε προσπάθεια αναπνοής που κατέληγε σε αναστεναγμό.

Ανάμεσά μας υπήρχαν αρκετοί που έρχονταν για δεύτερη φορά, όπως και αρκετοί που έρχονταν με τη θέληση τους. Στις 04:00 την επομένη θα φεύγαμε, για πολλούς, στη χώρα της οικονομικής επαγγελίας: Το Αφγανιστάν.

Δεν ξέρω γιατί τα μεγάλα πράγματα στη ζωή μας συμβαίνουν πάντα τις μικρές ώρες. Θάνατοι, τοκετοί, ατυχήματα, αποφάσεις… Αυτές οι μικρές ώρες πάντα μίκραιναν τη ζωή μου. Οι ανατάσεις που επιφύλασσαν οι μεγάλες ώρες, ποτέ δεν αρκούσαν για να διώξουν τον τρόμο που μερικές φορές είχα βιώσει.

Ένα αεροσκάφος από άλλη χώρα ανέλαβε και την τελευταία πράξη του έργου. Επιπλέον τέσσερις ώρες πτήση, προστιθέμενες κι αυτές σε όσες είχαμε κάνει από την πατρίδα…
Τι είναι πατρίδα; Τόλμησα, μια φορά, να ρωτήσω έναν αξιωματούχο.
Πατρίδα είναι η Ελλάδα μας, μου απάντησε.
Και ποιος την οριοθετεί; Οι γεωγραφικοί κανόνες;
Όχι, το έθνος.
Και τι είναι το έθνος; Τον ξαναρώτησα. Ένα σύνολο ανθρώπων κάτω από ένα πανί; Ένα σύμβολο, που προσπαθεί να καλύψει τη μιζέρια μας, την ανοησία μας και την αγαστή, κατά τα άλλα, προσπάθεια ευημερίας μας; Ή μήπως είναι ένας έξυπνος τρόπος με τον οποίο μαζί με την εκκλησία ενισχύουν την ύπνωση των απελπισμένων;
Απάντηση δεν πήρα ποτέ ούτε όταν ρώτησα για τους κινδύνους που ενέχει ο εναέριος χώρος του Αφγανιστάν.

Προσπαθούσα σε όλο το ταξίδι να μετρήσω τις διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα σε εμένα και τις λιγοστές αποσκευές μου. Δεν βρήκα καμιά. Προσπάθησα πάλι. Α, ναι! Διαφέρω ως προς το χρώμα. Η βαλίτσα μου ήταν μπλε κι εγώ κίτρινος από την ταλαιπωρία, την αγανάκτηση, τον φόβο. Εμπόρευμα ένιωθα, που το έστελναν προς εκμετάλλευση στην αμερικάνικη ιμπεριαλιστική πολιτική, εις βάρος αθώων πολιτών. Μια αιμοσταγής πολιτική που στο πέρασμά της αφήνει νεκρούς και τρομαγμένα βλέμματα παιδιών …εάν έχουν καταφέρει να επιβιώσουν.

Η τυραννία σε όλη της την έπαρση, σε όλο της τον ολοκληρωτισμό. Γιατί όλος αυτός ο αγώνας στο όνομα του δήθεν απελευθερωτισμού και τελικά την υποδούλωση των λαών;

Πάλι δεν πήρα απάντηση. Μερικοί κάνουν τον σταυρό τους. Ανήκουν, νομίζω, σε αυτούς που επιδίωξαν τη συμμετοχή τους σε όλο αυτό. Μετά, κλείνουν τα μάτια και κοιμούνται. Μάλλον τους είπε ο Θεός «μην ανησυχείτε τέκνα μου. Θα γυρίσετε όπως φύγατε. Με ασφάλεια και πλουσιότεροι κατά μερικές χιλιάδες ευρώ. Απλώς, εκεί που πάτε, κοιτάξτε να αλλοτριωθείτε, να μην έχετε ιδανικά και πιστεύω, απλά να πατήσετε εκεί που πατάνε οι άλλοι… Στην ελευθερία των συνανθρώπων σας. Εγώ είμαι εδώ να σας προσέχω. Και πλέον λίγο πιο κοντά, λόγω του ύψους του αεροπλάνου».

Αν υπάρχει Θεός, πολύ αμφιβάλλω αν ξέρει πού πέφτει το Αφγανιστάν. Αν ήξερε, δε θα άφηνε τόσους αθώους να πεθαίνουν από πείνα, πυρά και δυστυχία. Και μην ακούσω τις Κασσάνδρες να λένε ότι έχει τους λόγους του, γιατί τότε θα θεωρήσω δεδομένη τη νοητική του ανεπάρκεια και δεν το θέλω.

Τροχοδρομούμε… Φτάσαμε… Φύγαμε από τα σύννεφα, πάει κι ο Θεός, τώρα πια μόνοι μας. Μάλλον μόνοι τους, γιατί εγώ μόνος μου ήμουν πάντα.

Τα πλινθόκτιστα σπίτια διακρίνονται στην περίμετρο του αεροδρομίου. Στο βάθος οι «παλιοί πολεμιστές», μπροστά οι νέοι. Τέτοια συγκίνηση και φόβο, αμφιβάλλω να είχε νιώσει ο Άρμστρονγκ όταν πάτησε το πόδι του στο φεγγάρι.

Πάτησα σε αφγανικό έδαφος, τι θα γίνει τώρα;  Θα κάνουμε, μήπως, παρέλαση σαν κατοχικά στρατεύματα, όπως όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα το 1940; Δεν βλέπω γύρω μου προετοιμασίες κι ησύχασα.

Δε θα ήταν άσχημη πάντως μια παρέλαση. Μπροστά η γαλανόλευκη αντάμα με την αμερικάνικη. Σημαιοφόρος σίγουρα θα ήταν Έλληνας. Κανένας φόβος μήπως είναι κάποιος αλλοδαπός μαθητής που αρίστευσε. Κανένα κανάλι, κανένας σύλλογος. Για φαντάσου…

Τελικά τι μας ενοχλεί; Η εθνικότητα του βαστάζου ή ο κρατικός αποτροπιασμός που ενισχύει πλουτοκρατικούς ιμπεριαλισμούς στο όνομα κάθε συμμαχίας, όπου ο βαστάζος της σημαίας του επεκτατισμού και της ντροπής, είναι καθ ’όλα Έλληνας;

Πάλι δεν πήρα απάντηση. Ας είναι… Ποτέ δε θα πάρω μιαν απάντηση, γιατί αν πάρω τη σωστή απάντηση, ο κόσμος θα έχει γίνει πολύ διαφορετικός απ’ ό,τι είναι τώρα κι εγώ δε θα χρειάζεται πια να κάνω άλλες ερωτήσεις…