My babyday: Μάνα πού πας; Μάνα γύρνα πίσω!

My babyday: Μάνα πού πας; Μάνα γύρνα πίσω!

Με λένε Στεύη και είμαι μαμά. Κι αυτό είναι το ημερολόγιό μου. Είναι οι ιστορίες της καθημερινής μου τρέλας με το μωρό στο σπίτι. Γιατί ναι, δε σας το είπα, είμαι μωρομάνα. Βοήθειά μας.

Το έχεις το ζουζουνι ουρά σου, 24 ώρες το 24ωρο. Μαζί ξυπνάτε, μαζί κοιμάστε -καλά θάθελες, αυτός κοιμάται κι εσύ τρέχεις να προλάβεις-, μαζί κάνετε δουλειές, μαζί ψώνια, μαζί όλα. Κι έχεις πάθει εξάρτηση από το γέλιο του, από τις μικρές και μεγάλες του συνήθειες, από τον τρόπο που σε κοιτά όταν τρώει, από τον τρόπο που γκρινιάζει όταν πεινάει και όλα τα συναφή. Κοινώς δεν έχεις καμιά ελπίδα έρμη κολλημένη μάνα.

Κι έρχεται η ώρα που πρέπει να ξεκολλήσεις. Η ώρα που θα πρέπει να τον αφήσεις για λίγες ώρες για να θυμηθείς ότι είσαι και σύζυγος και οφείλεις να συνοδεύεις και τον έρμο τον άντρα κι όχι μόνο τον γιο. Με πόνο καρδιάς ετοιμάζεις τα πάντα στο σπίτι για το παππουδο-sitting. Κι έρχεται η ώρα του αποχωρισμού. Αυτός σε κοιτάει με τα μεγάλα του μάτια και σου χαμογελάει κι εσύ θες να κλάψεις. Δεν πας στο μέτωπο καλή μου. Σε μια παράσταση πας για 2 ώρες και θα γυρίσεις πίσω. Χαλάρωσε το ζόρι σου.

Φεύγεις -μάλλον σε τραβάνε για να φύγετε- και σε όλο τον δρόμο σκέφτεσαι γιατί πήρατε τη μηχανή κι όχι το αμάξι για να μπορείς να πάρεις όσα τηλέφωνα θες για να μάθεις τι κάνει το παιδί. Έκλαψε το παιδί; Κατάλαβε το παιδί ότι δεν είναι η μάνα του εκεί; Γκρίνιαξε; Ή μήπως φώναξε μαμά γύρισε πίσω; Πηδάς κυριολεκτικά κάτω από τη μηχανή όταν πια φτάνετε στον προορισμό σας και παίρνεις τηλέφωνο.

Ο μικρός σε έχει γραμμένη στη γεμάτη του πάνα. Περνάει ζωή και κότα με τους παππούδες που τον παίζουν με ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει στο σπίτι.

Προδοσία!

Το προσπερνάς και λες νωρίς είναι ακόμη. Θα νιώσει την απουσία μου.

Ναι καλή μου, 3.5 μηνών παιδί έχε προσδοκίες εσύ. Χόρτασε ο μπόμπιρας κούπε πε, τραγούδια, ποιήματα και γαργαλητά, έφαγε την μπουκαλάρα του με το γάλα και κουρασμένος από το πολύ παιχνίδι κοιμήθηκε.

Κι εσύ τον βρήκες να ροχαλίζει. Μήτε κλάματα, μήτε οδυρμοί, μήτε μάνα πού πας, μάνα γύρνα πίσω, μάνα γιατί με άφησες.

Ροχαλίζει το άτιμο το πλάσμα!

Γύρισε η μανούλα, του λες, κι αυτός σα να σε κατάλαβε ροχαλίζει πιο δυνατά. Ανακουφίζεσαι. Κάτι είναι κι αυτό.

Κούνα το κεφάλι σου καλή μου και κάνε και τον σταυρό σου.
Άλλες μάνες τάζουν λαμπάδες στον Φανούρη και όλο του του το σόι για να τις αφήσουν τα πιτσιρίκια να ξεμυτίσουν από το δωμάτιο κι εσύ πήγες, ήρθες, διασκέδασες του καλού καιρού κι ο μικρός δεν πήρε χαμπάρι. Σε λες και μεγάλο φάρδος αδερφούλα μου. Τον βρήκες μοσχομυριστό, ταΐσμένο και κοιμισμένο, με τους παππούδες χαρούμενους - κι όχι φρικαρισμένους.
Εκτίμησε την ευτυχία που ζεις.
Ο Σωτηράκης έχει πιάσει το νόημα της ζωής και καλοπερνάει.
Φήμες λένε ότι και για σένα το μέλλον προδιαγράφεται λαμπρό...