Ντρέπομαι, τι δύσκολη λέξη να την ξεστομίσεις

Ντρέπομαι, τι δύσκολη λέξη να την ξεστομίσεις

Ελπίδες μπλαβιές, ετοιμοθάνατες, που γυρεύουν οξυγόνο.

Γονατίσαμε και το πήραμε αργά χαμπάρι και μαζί μας γονατίζουν τα παιδιά μας. Πώς θα «ψηλώσει» ένα παιδί που βλέπει τον πατέρα του και τη μάνα του με το κεφάλι συνεχώς σκυμμένο;

Ντρέπομαι, τι δύσκολη λέξη να την ξεστομίσεις. Γιατί να πρωτοντραπώ;

Άνθρωποι ξεριζώνονται και πουλιούνται για ένα κομμάτι ψωμί. Όπου και να γυρίσω το βλέμμα μου, άνθρωποι λυγισμένοι, προσπαθούν να κρατηθούν με τα χίλια ζόρια από ένα σκοινί που όλο κονταίνει. Και «πέφτουν» οι άνθρωποι και προσπαθείς κάποιους να βοηθήσεις και κοιτάς τους άλλους να «πέφτουν» και ντρέπεσαι γιατί εσύ ακόμη κρατιέσαι.

«Ντρέπομαι»  το ποίημα της Γεωργίας Σπάλα που απεικονίζει μια σκληρή πραγματικότητα.

Ντρέπομαι.
 

«Τι να σου γράψω και τι να σου πω...

εδώ οι ώρες περνάνε αργά, κουρασμένες από το βάρος

των αναστεναγμών.

Άδειες οι τσέπες των ημερών από χαμόγελα.

Στα μαύρα φουστάνια της η νύχτα,

σέρνει αλυσοδεμένες ψυχές.

Τα μάτια που κάποτε όργωναν ουρανούς,

τώρα σκάβουν τη γη.

Ξεριζώνουν τις ρίζες τους από τα χώματά τους,

ψάχνοντας μιαν άλλη γη, ξένα χώματα να φυτευτούν.

Και πώς να βλαστήσει, πώς να ανθίσει,

πώς να χαρεί ένας ξεριζωμένος;

Οι δρόμοι που περπατούσαμε τραγουδώντας,

τώρα γεμάτοι συρματοπλέγματα

με σκοτωμένα όνειρα, αχάϊδευτα

κι αφίλητα από τους γεννήτορές τους

κι ελπίδες μπλαβιές, ετοιμοθάνατες,

που γυρεύουν οξυγόνο.

Εδώ λευκά περιστέρια δεν πετούν.

Μόνο κοράκια, που τριγυρνούν φρενιασμένα,

μαζεύοντας χρυσό.

Τόσος πόνος...τόσα δάκρυα...αλμύρα ποτίστηκε η γης.

Άοσμα τα μοσχολέμονα και τα ρείκια...

άχρωμα και τα λουλούδια.

Οι Δον Κιχώτες χαμένοι στις φτερωτές των υπολογιστών.

Στους δρόμους τη σκιά τους δεν θα δεις.

Ο καθένας μόνος του, στη δική του σχεδία,

παλεύει με τα κύματα, που κάθε μέρα

προσθέτουν και μια ψυχή στο ημερολόγιό τους.

Χθες, ήταν ο Κώστας...σήμερα, η Μαρία...

αύριο, ίσως εγώ...ίσως εσύ.

Τι άλλο να σου γράψω, τι άλλο να σου πω.

«Ντρέπομαι...στη δική μου σχεδία, γαντζωμένη κι εγώ...»