My babayday: Μάνα δες με! Γύρισα!

My babayday: Μάνα δες με! Γύρισα!

6 μήνες τον έχεις μπιμπελό. Κάθεται όπου τον βάζεις, χαμογελάει, κάνει αγκού κι άλλα χαριτωμένα, κλαίει όταν του πέφτει το παιχνίδι κι ανυπομονεί να του το ξαναδώσεις.
Και ξημερώνει η αποφράδα εκείνη μέρα που όλα αλλάζουν. Τι συμβαίνει θα μου πεις. Μεγαλώνει το παιδί θα σου πω.

Τα κουδούνια βαρούν την πρώτη φορά που τον βρίσκεις μπρούμυτα στην κούνια. Έχει εγκλωβιστεί με τη μούρη να σαλιώνει το σεντόνι και δεν μπορεί να κάνει μήτε μπρος μήτε πίσω. Προσπαθεί να κολυμπήσει ο έρμος, να πάει μπρος, πίσω, πλάι, κάπου έστω, αλλά η τεχνική του δεν το βοηθάει κι έτσι απλά σαλιώνει το σεντόνι γκρινιάζοντας.

Πανικοβάλλεσαι η έρμη μάνα. Θα σκάσει το παιδί λες και τον γυρνάς τ' ανάσκελα γρήγορα γρήγορα. Εκείνος με γουρλωμένα μάτια δείχνει φοβισμένος. Αλίμονο, δεν είναι. Έχει μόλις ανακαλύψει μια νέα προοπτική στη μονότονη ζωή του κι εσύ έχεις βρει για τα καλά τον μπελά σου. Εκείνη την ώρα βέβαια απλά καμαρώνεις το τι κατάφερε. Δε σκέφτεσαι καθαρά. Θα βρεις τον χρόνο να μετανιώσεις τούτη τη χαρά.

Ο καιρός περνάει και η τεχνική ολοένα και βελτιώνεται. Τώρα πια στηρίζει και τα χέρια του και κοιτά αριστερά και δεξιά. Βάζει κόντρα και τα πόδια του και προσπαθεί να φτάσει το κάθε αντικείμενο του πόθου που έχει βάλει στο μάτι. Άλλοτε ένα λούτρινο, ένα μπουκάλι, ένα μαξιλάρι, ένα μπλιμπλίκι τέλος πάντων που εσένα δε σου γεμίζει το μάτι ότι το θέλει, αλλά αυτός θα σκάσει αλλά θα το φτάσει. Μόνος του!

Έρμη μάνα τι σου έμελλε να πάθεις. Κυνήγα τώρα Σωτήρη, που αν και δεν μπουσουλάει ακόμη, κατέχει πώς να ξεπερνάει τις δυσκολίες. Καβαλάει μαξιλάρια, βάζει κόντρα ό,τι βρει, αλλά αυτό που έχει βάλει στο μάτι θα το φτάσει. Μπορεί να του πάρει ώρα, μπορεί να χρησιμοποιήσει χέρια, πόδια και κεφάλι, να γκρινιάξει, να εκνευριστεί, αλλά τίποτα δεν τον σταματά.

Όσο για την αλλαξιέρα - ή ξαπλώστρα όπως τη λες εκ παραδρομής-, η παρουσία του Σωτήρη πάνω της είναι ένδοξη. Δε στέκεται ο αφιλότιμος τ' ανάσκελα για να τον αλλάξεις. Γυρνά στο πλάι και σου μοστράρει το δεξί κ*λομέρι για νάχεις να πορεύεσαι. Αυτός ψάχνει κάτι, δεν το βρίσκει, γυρνά άνευ προειδοποίησης από το άλλο πλάι, πάρε μάνα και το άλλο μπούτι να μην παραπονιέσαι. Κουρέλι η πάνα, έχει στριφογυρίσει μαζί του δέκα φορές, στη θέση της ούτε καν -πάνα τάνγκα έχεις δει;- κι εσύ έχεις ιδρώσει και δουλειά δεν έχεις κάνει. Τελικά σου κάνει το χατίρι, όχι γιατί σε λυπήθηκε, απλά γιατί βαρέθηκε και θέλει να αλλάξει στέκι.

Τον πας στην κούνια. Λες πού θα πάει, τρίβει τα μάτια, θα κοιμηθεί. Θάθελες. Στρίβει από δω, στρίβει από κει, γυρνά μπρούμυτα, δε βολεύεται με τίποτα το αγόρι. Γυρνά κάθετα, δε χωράει, γκρινιάζει. Τον έκανες και ψηλό, λούσου τα τώρα. Τον γυρνάς λίγο, ξαναστρίβει, τον ισιώνεις,  ξαναστρίβει. Γυρνά το κεφάλι στα πόδια και τα πόδια στο κεφάλι, τρώει πατούσα, σφίγγεται, βγάζει φωνούλες, ψάχνει την προβοσκίδα του ελέφαντα να πιπιλίσει, τη βρίσκει, τη βαριέται, παίρνει το αστεράκι του. Κι εν τέλει κοιμάται. Κι αν νόμιζες ότι τα πάθη σου τελείωσαν με ένα ροχαλητό, πλανάσαι. Το βλαστάρι σου στρίβει και στον ύπνο. Πολλοί οι μήνες της ακινησίας μάνα, πρέπει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. Κι εσύ βρίσκεις την πρώτη άσπρη τρίχα στον καθρέφτη.
Και ξέρεις ότι σύντομα θα τον ψάχνεις κάτω από τις καρέκλες.
Άρχισαν τα όργανα και τούτον τον χορό, πρωτάρα μάνα, δεν τον ξέρεις.
Θα πρέπει να τον μάθεις. Κουράγιο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ