Οκτώβρης πάλι και σκουραίνει η ψυχή

Οκτώβρης πάλι και σκουραίνει η ψυχή

Οκτώβρης πάλι και σκουραίνει η ψυχή.

Το πλοίο της γραμμής έδεσε κάβους στο λιμάνι.
Οι ώρες του καλοκαιριού μου φώναξαν «αντίο».
Μίκρυναν οι μέρες. Ο άνεμος ολοένα και δυναμώνει.
Τα σύννεφα πυκνώνουν προσθέτοντας
το μισητό γκρίζο αποτυπωμένο στα βλέμματα.

Οι πρώτες στάλες της βροχής είναι πλέον γεγονός.
Η θερμοκρασία πέφτει μαζί και η διάθεσή μου επικίνδυνα.
Κουβαλούν μια θλίψη τα δειλινά του φθινοπώρου.
Ένα παράπονο αποπνέει θαρρείς
το θαμπό, μισό-γερμένο φεγγάρι.

Μοναχικές βαρκούλες συνυφασμένες απόλυτα
με τη μελαγχολία της μαραμένης ομορφιάς
και εγκατάλειψης στην έρημη παραλία
αφήνουν μια πίκρα στην καρδιά.

Τα ζωηρά χρώματα, τα ανοιχτά παράθυρα
οι ξυπόλητες ανάσες και η ζεστή ανεμελιά του καλοκαιριού
δίνουν τη σκυτάλη τους στο μουντό του ουρανού,
στην ψύχρα της ψυχής και στα κλειστά παπούτσια
του μόχθου, της ανάγκης, της αγωνίας για την αυριανή μέρα.

Ξημέρωμα βροχερό.
Το μονοπάτι μου βυθίζεται στη σκιά της ομίχλης.
Δυσκολεύομαι να συγκινηθώ
με τα ρυάκια της βροχής στα αδειανά πάρκα
και πασχίζω να ανακαλύψω τη ‘’γλύκα’’
στην φθινοπωρινή μελαγχολία,
που στάθηκε αστείρευτη πηγή έμπνευσης για αμέτρητους ποιητές.

Το θέαμα των αποδημητικών πουλιών που εγκαταλείπουν
μου φέρνει δάκρυα στα μάτια
κουβαλώντας το βάρος της δικής σου φυγής
που σφάλισε μυαλό, σώμα και καρδιά πίσω από το νοτισμένο τζάμι.

Οκτώβρης πάλι και σκουραίνει η ψυχή.
Κρυώνει και παλεύει να ανασυγκροτηθεί, να γυρίσει σελίδα.
Πέρασαν οι μεγάλες μέρες.
Φύλλα ξερά στροβιλίζονται μέσα της.
Δεν υπάρχει χώρος για φως.
Με σύννεφα ντύθηκε… με μοναξιά και συγκρατημένη διαύγεια.
Με μια θλίψη φθινοπωρινή ντύθηκε.