Δεν κουράστηκα να δίνω, κουράστηκα να παλεύω ανθρώπους

Ποτέ δεν κουράστηκα να δίνω, κουράστηκα να παλεύω ανθρώπους

Στέρεψαν τα λόγια μου. Πάγωσαν ξαφνικά, τόσο που ούτε η πιο ζεστή φωτιά, μπορούσε να τα λιώσει. Και καλύτερα που έμειναν έτσι παγωμένα, γιατί ίσως αν έλιωναν εκείνη την στιγμή, θα ξέσπαγαν χείμαρροι θυμών.

Θα ξεστόμιζα φόβους και απογοητεύσεις, που ούτε οι πιο δυνατές φουρτούνες θα μπορούσαν να τις σβήσουν. Ήταν λες και ο χειμώνας πάλευε το καλοκαίρι μέσα μου. Λες και κάποιος μου ’κοψε τα φτερά και μου τα ’δωσε να τα κρατώ στο χέρι, περιμένοντας πως θα βρω και πάλι τον τρόπο να πετάξω. Αυτή την φορά όμως δεν ήταν όπως παλιά. Είχα καθηλωθεί τόσο πολύ από την ντροπή που ένιωθα. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, είχα μουδιάσει. Ένα κρύο αεράκι με ξυπνούσε κάπου κάπου από το παραλήρημα και μου θύμιζε πως θα πρέπει να σηκωθώ και να παλέψω. Μια σκέψη όμορφη, η δική σου, μου έδινε κουράγιο και δύναμη να προσπαθώ.

Ο νους μου δεν μπορούσε να συλλογιστεί, το πόσο απάνθρωπα μπορεί να σου φερθεί κάποιος.

Θυμάμαι που μου είχες πει κάποτε πόσο άδικος είναι αυτός ο κόσμος κι εγώ χαμένη στις παιδικές μου σκέψεις, σε κατηγορούσα πως είσαι σκληρός και εγωιστής. Έλεγα ότι δεν αγαπάς τους ανθρώπους, δεν αγαπάς κανέναν κι ότι είσαι δειλός και ότι φοβάσαι. Απίστευτο. Ήμουν τόσο σίγουρη γι’ αυτά που έλεγα, λες και ποτέ δεν είχα πληγωθεί, λες και κανείς δεν είχε κουρελιάσει ποτέ την ψυχή μου. Ήμουν τόσο φαντασμένη, τόσο παιδί.

Κατάλαβα τελικά πως δεν ήσουν σκληρός και εγωιστής, όταν ένιωσα πρώτη φορά τόσο έντονα αυτήν την παγωνιά που αδυνατώ να την περιγράψω με λόγια. Δεν ήξερα πως η καρδιά μου θα μπορούσε να ψυχραθεί τόσο. Ένιωσα τι είχες βιώσει. Βλέπεις χρειάστηκε να απογοητευτώ κι εγώ τόσο πολύ από αυτό το «κάθαρμα» που λέγεται άνθρωπος για να αναθεωρήσω. Χρειάστηκε να πονέσω, όσο σε πονέσαν για να μπορέσω να διαβάσω την θλίψη στα μάτια σου. Αυτά που με τόσο δέος υποστήριζες κι εγώ με τόση σιγουριά, απέρριπτα.

Πάντα να με προστατέψεις ήθελες, κι εγώ πάντα ήθελα να το παίζω ηρωίδα. Μια ηρωίδα που πολεμούσε τάχα το κακό και το άδικο, που πίστευε πως με την αγάπη θα μπορέσει να δαμάσει ακόμη και τα πιο άγρια ζώα.  Έτσι είχα μάθει όμως από τα αθώα παραμύθια που μου πούλησαν. Μου είπαν  ότι μπορώ να ηρεμήσω ακόμη και τα πιο άγρια κύματα. Αυτά που ερχόταν μανιωδώς κατά πάνω μου για να με θερίσουν με τα ψέματά τους, εάν τους έδινα αγάπη και τα άφηνα να με διαπεράσουν. Αυτή την παιδεία πήρα. Κι όμως δεν θυμάμαι να με διαβεβαίωσε κανείς ότι ήταν η σωστή.  

Δεν ήμουν ηρωίδα βλέπεις. Αφελής ήμουν. Ίσως και κατά βάθος, δεν σου κρύβω, να ήξερα κι όλη την αλήθεια κι απλά, δεν ήθελα να την δω κατάματα. Είχα ανάγκη όμως να πιστεύω στην ανθρωπιά. Είχα ανάγκη να ξέρω πως υπάρχουν δίκαιες αλήθειες και πρόσωπα ξάστερα. Έτσι με μεγάλωσαν. Μου έμαθαν να αγαπώ ακόμη και τον πιο σκάρτο άνθρωπο, να τον σέβομαι και να τον βοηθώ. Πόσο λάθος να έκαναν άραγε αυτοί που τα ’παν; Πόσο μα πόσο να πέσανε έξω;  Το σκεφτόμουν, καμία φορά κι έλεγα μήπως τα παρέφρασα εγώ, όπως άλλωστε συνήθιζα να κάνω πάντα, για να αντέχω την αδικία που μας σερβίρανε.

Αλλά είμαι βέβαιη, αυτά μου είπαν, πως με την αγάπη στη ζωή μου θα ήμουν νικήτρια.

Έτσι κάθε φορά που εσύ πήγαινες να με προστατέψεις, κάθε φορά μου ’λεγες να ξεχωρίζω το καλό από το κακό, να μην εμπιστεύομαι κανένα και να προσέχω. Κάθε φορά που μου ’λεγες ότι οι περισσότεροι έρχονται να ρημάξουν την  ψυχή μου και να με δουν να σιγολιώνω, εγώ προσπαθούσα να σου δείξω το αντίθετο. Πάλευα για να σου αποδείξω, πως είμαι δυνατή και δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Ήθελα να μάθεις, πως σε όσες μάχες κι αν έδωσα στην ζωή μου, μέχρι στιγμής, μπόρεσα να νικήσω, γιατί είχα καθαρή καρδιά που μπορούσε να ξεβρωμίσει τα πάντα. Που μπορούσε να λυγίσει και να μαλακώσει ακόμη και τα πιο σκληρά σίδερα.

Αυτή τη φορά όμως, δεν ήταν έτσι. Δεν ένιωθα δυνατή. Ούτε πίστευα πως μπορώ να τα κάνω όλα αυτά. Παραφέρθηκα μάλλον. Το παράκανα, πιστεύοντας στην καλή πλευρά τον ανθρώπων. Την ύμνησα τόσο πολύ, που το μόνο τραγούδι που ήξερα πλέον μιλούσε για πόνο. Έχασα αυτήν τη πίστη που είχα, αυτήν την ελάχιστη ελπίδα. Είχα απογοητευτεί από αυτόν τον ατέρμονο πόλεμο. Δεν άντεχα άλλο να παλεύω ανθρώπους. Δεν άντεχα άλλο να δίνω αγάπη και να εισπράττω διαρκώς προδοσία κι ένα τσουβάλι πληγές. Δεν άντεχα άλλο, να τις σέρνω, όπου κι να πήγαινα. Δεν με βαστούσαν πια τα πόδια μου. Κι κάπου εκεί, εκεί που μάζευα τα συντρίμμια μου, λες κι είχε μείνει τίποτε, σε θυμήθηκα. Θυμήθηκα αυτό το σκληρό δήθεν, όλο λόγια πρόσωπό σου. Και σε ένιωσα. Για μια στιγμή θαύμασα τη δύναμή σου.

Αλλά, λίγο μετά κατάλαβα  πως ήθελες να το παίζεις δυνατός, ενώ στην πραγματικότητα είχες λυγίσει κι εσύ από την σαπίλα αυτού του κόσμου κι αρνιόσουν απλά να το δείξεις. Είχες σιχαθεί από τους δήθεν και καλά γνωστούς και φίλους, τους συγγενείς που το μόνο που τους ένοιαζε ήταν τι θα αρπάξουν από ’σένα. Ήξερα πως δεν ήθελες να πληγωθώ, όπως κι εσύ. Πως το μόνο που ήθελες ήταν να με προφυλάξεις

Σκέψου όμως πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς αυτούς τους ανθρώπους. Χωρίς τα χτυπήματα τους και την ζήλεια τους. Δεν θα είχαμε ποτέ πληγές για να κλείσουμε, κανένα πόλεμο να νικήσουμε και προπάντων κανέναν  λόγο να δώσουμε κάπου την αγάπη μας.

Θα πρέπει να παραδεχτείς, μάτια μου, πως η ζωή μας όλη είναι πονεμένες μάχες και ψεύτικες νίκες. Ξέρω πως οι περισσότεροι το μόνο που θέλουν, για κάποιο λόγο, είναι να σε πονέσουν. Συναντάω καθημερινά αυτά τα μοχθηρά πρόσωπα όπου κι αν πάω, που ψάχνουν αφορμές για να σε γδάρουν. Τις θέλω όμως εγώ αυτές τις μάχες, πίστεψέ με. Τους θέλω αυτούς τους κακούς ανθρώπους. Γιατί είναι η αφορμή να θυμάμαι το πόσο καλοί είμαστε εμείς και το πόση αγάπη πήραμε.  Θέλω να τους πολεμώ, όχι για να τους πονέσω, αλλά για να θεραπεύσω τα τραύματά τους. Δεν θέλω να προστατευτώ από κανέναν, ούτε και να κρύβομαι από αδυναμία. Θέλω να ποντάρω στην αγάπη, το μόνο που μου ‘χει μείνει και ας χάσω στην τελική, αρκεί να μην το βάλω στα πόδια και να κλειστώ στον εαυτό μου, όπως κάνεις εσύ τώρα.

Αυτό που θα μετράει για μένα στο τέλος, είναι να παραμείνω ίδια και να μην αλλάξω για κανέναν.  Αρνούμαι κατηγορηματικά να παραδοθώ στα εγωιστικά χτυπήματά τους. Δεν θα γίνω σκληρή και άκαρδη ποτέ σαν αυτούς. Θα μείνω έτσι όπως ήμουν και μου έμαθαν κι ας μην είναι αυτός ο κόσμος πλασμένος για μένα.

Ποτέ, όσο κι αν λυγίσω δε θα γίνω ένα ανθρωποφάγο τέρας.

Μην αλλάζεις κι εσύ αγάπη μου, άκουσέ με. Ξέρω τι κάνω. Εμπιστεύσου με. Μην προσπαθείς να γίνεις κάτι που δεν είσαι.  Αφέσου και μη φοβάσαι κανέναν. Δώσε τις μάχες σου και φρόντισε να μείνεις εσύ, να μη γονατίσεις, να μη χάσεις τον εαυτό σου. Κάθε φορά που σε χτυπάνε, σκέψου εσύ πως κάνεις καλό στον «υποτιθέμενο» εχθρό σου. Πέσε, για να του δώσεις να νιώσει ευχαρίστηση, αλλά προσπάθησε να τον σώσεις ταυτόχρονα και να του δείξεις πόσο λάθος κάνει. Οι άνθρωποι είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε με τις αδυναμίες μας. Δεν μπορούμε να απαλλαχτούμε δυστυχώς από αυτές. Εκφράσου. Κι εμείς γίναμε σαν αυτούς που κρίνω τώρα, χιλιάδες φορές. Κι επειδή κάποιος μας πολέμησε, ξυπνήσαμε. Το ξέχασες;

Αυτό που πρέπει να αποδεχτείς είναι πως δεν υπάρχουν πλευρές. Μια ευθεία υπάρχει μόνο, κι  εμείς απλά την περπατάμε, όπως μας την δώσανε. Μέχρι να τελειώσει. Τίποτα δεν μας ξεχωρίζει και μας διαφοροποιεί, από τους άλλους.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε  είναι να μην τις αφήνουμε τις αδυναμίες μας να μας κυριεύουν τόσο, που να ξεχνάμε ποιοι είμαστε. Τον πραγματικό μας εαυτό.

Έτσι κάθε φορά που κάποιος «ξεχνιέται» και πάει να σε πληγώσει, κάθε φορά που δεν σε σέβεται και σου τσακίζει το ηθικό, πολέμησε τον με αγάπη. Είναι ο μόνος τρόπος μάτια μου για να τον ξυπνήσεις. Είναι ο μόνος τρόπος για να θυμηθεί ποιος είναι και να τον συνεφέρεις.

Μην τα βάζεις στα πόδια. Μη γίνεσαι παγόβουνο χωρίς συναισθήματα. Μην κρύβεις τον ήλιο που κουβαλάς στην ψυχή σου.

Ξέρω πως όσο εύκολα τα γράφω αυτά τώρα,  άλλο τόσο δύσκολα μπορούν να γίνουν στην πράξη. Αλλά όπως μου ’χες πει κι εσύ κάποτε εμείς είμαστε γεννημένοι για τα δύσκολα και τα άπιαστα.

Και τώρα που στα ‘πα  και ξεπάγωσε η ψυχή μου. Θέλω να ξέρεις ότι κατάλαβα από τι με προφύλαγες.

Αλλά σε παρακαλώ, ξεπέρασε τα όλα. Προχωρά μπροστά. Μην αλλάζεις. Μείνε αληθινός. Γιατί αγάπη μου όποιος άκουσε την καρδιά και του ποτέ του δεν βγήκε χαμένος.

Κι άσε με εμένα, να πολεμάω.  

Κι εσύ, έλα απλά για να με σώσεις, όταν πια δεν θα μπορώ.

Ποτέ δεν κουράστηκα να δίνω, απλά κουράστηκα να παλεύω ανθρώπους.