Χαμηλή πτήση

Χαμηλή πτήση

 «Πολύ σιωπηλά είναι όλα κι η σιωπή είναι καλή μονάχα σαν κλείνει μέσα της τη χαρά. Αλλιώς τη φοβάμαι». 

Κοίταξε ξανά το είδωλό της στον μεγάλο καθρέφτη. Τα είχε τα χρόνια της, αλλά ήταν καλοδιατηρημένη. Λεπτή και ευλύγιστη, με φροντισμένο πρόσωπο, μεγάλα μάτια, βελούδινο - χαμογελαστό βλέμμα και πλούσια μαλλιά καστανόξανθα στο ύψος των ώμων. Από το πρωί σήμερα ήταν ανήσυχη, είχε μια διαίσθηση σκοτεινή που προσπαθούσε να την ξορκίσει με κάθε τρόπο. Άρχισε να διαλέγει προσεκτικά τι θα φορέσει στο αποψινό ραντεβού καταλήγοντας στο αγαπημένο της κόκκινο πουκάμισο και στο εφαρμοστό μαύρο τζην. Μαύρες γόβες, χειροποίητες θα συμπλήρωναν την εμφάνισή της. Ήταν σχεδόν έτοιμη όταν άκουσε τον ήχο του μηνύματος. Άρπαξε το κινητό τηλέφωνο που είχε γίνει προέκταση του χεριού της τους τελευταίους μήνες και διάβασε ανυπόμονα το μήνυμα. Το ύφος του ήταν επιτακτικά παρακλητικό. Το ξαναδιάβασε δύο, τρεις φορές: «Χρειάζομαι 30000 ευρώ μέχρι αύριο. Οπωσδήποτε», «Αγάπη μου δεν έχω τόσα χρήματα», «Είναι ανάγκη, προσπάθησε» και ύστερα έγινε απειλητικός: «Μην έρθεις χωρίς τα χρήματα. Άκυρο το ραντεβού». Σκοτείνιασε το βλέμμα της. Έπρεπε να το περιμένει όσο κι αν το απωθούσε.

Κοίταξε ξανά την όψη της που τσαλακώθηκε κι άρχισε αργά να ξεντύνεται. Έβγαλε το κόκκινο πουκάμισο με τα ανάγλυφα λουλούδια. Το κρέμασε προσεκτικά στην ξύλινη κρεμάστρα την ποτισμένη με το άρωμά της, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα κι αντίκρισε τη γκρίζα ομορφιά του συννεφιασμένου σούρουπου. Αγνάντεψε το λιμανάκι της κι ένοιωσε ένα σφίξιμο. Αραγμένα τα καράβια σαν τα όνειρά μου… σκέφτηκε. Ένιωθε τα μάτια της να καίνε απ’ τα δάκρυα. Όμως δεν έχασε στιγμή. Φόρεσε βιαστικά φόρμα και μποτάκια, άνοιξε την εξώθυρα, κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και βρέθηκε να βαδίζει με βήματα μεγάλα. Φλεβάρης και νυχτώνει νωρίς. Σκοτάδι στο δρόμο για τη θάλασσα. Ησυχία κι ερημιά κι υγρασία που την περονιάζει. Έκανε προσπάθεια να σταματήσει τις σκέψεις της που έτρεχαν άταχτες κι ύστερα ξαναγύριζαν στο κεφάλι της. 

Για την ακρίβεια εδώ και τρεις μήνες ζούσε σε μια συναισθηματική υπερδιέγερση, σ’ έναν άλλο πλανήτη με την ψυχή της να πετά ψηλά. Εδώ και τρεις μήνες η εμφάνιση του καινούργιου προσώπου και η σχέση τους, έδωσε χρώμα αλλά αποδιοργάνωσε την τακτοποιημένη ζωή της. Μια ζωή άοσμη, μοναχική και αποστειρωμένη άλλαξε εντελώς. Εκείνη μια μεσόκοπη, συνταξιούχος δασκάλα, μεταμορφώθηκε ανομολόγητα σε κοριτσάκι που η καρδιά του πεταρίζει. Κάθε μέρα πρόσμενε με εφηβική ανυπομονησία τα μηνύματα του φίλου της. Στην πραγματικότητα, ένας άγνωστος ήταν που τη βρήκε από το πουθενά. Έδωσε όμως άρωμα στην γκρίζα της καθημερινότητα καθώς τη γέμιζε με σήματα ερωτικά και υποσχέσεις αγάπης. Στην αρχή αντιστάθηκε η λογική της, μετά ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη της ν’ αγαπηθεί, να αφεθεί, που στο τέλος τον πίστεψε. Ήταν νεώτερος κατά δεκαετία και βάλε, ένας άνδρας καλοβαλμένος, ευγενής, όμορφος, καλλιεργημένος, δηλαδή του γούστου της. Άρχισε να βγαίνει μαζί του, παραμυθιάστηκε κι αυτό που ζούσε της άρεσε πολύ. Δεν χρειαζόταν πολλά για να τον ερωτευτεί. Κάθε φορά που τον συναντούσε ένιωθε να ζωντανεύουν όλα τα κύτταρά της. Εκείνη, η Ουρανία, μεταμορφωνόταν, άλλαζε στην όψη κι οι φίλες της τη ρωτούσαν πως τα κατάφερε. Ήθελε ν’ απαντήσει ότι ο έρωτας κάνει θαύματα, αλλά κατέβαζε τα μάτια και χαμογελούσε ντροπαλά. «Είναι το δώρο της αγάπης» σκεφτόταν κι ευχαριστούσε το Θεό που το αξιώθηκε, έστω στο σούρουπο της ζωής.

Ήταν όμορφη, όμως μοναχική κι απρόσιτη από παιδί. Τη θεωρούσαν εγωίστρια, μπορεί και να ήταν, όμως έφταιγε η συστολή που την έκανε εσωστρεφή. Μεγάλωσε σ’ ένα ήρεμο, προστατευτικό περιβάλλον αναζητώντας στα βιβλία της μια σκέπη, αξίες για να πιστέψει, ιδανικά για να χτίσει. Έτσι, ταξίδευε μέρα νύχτα και ζούσε μέσα από τους ήρωες των βιβλίων της μια δεύτερη ζωή. Αν και οι γονείς της δεν ήταν πλούσιοι και όπως όλοι προσπαθούσαν να επιζήσουν με αξιοπρέπεια στην μίζερη Ελληνική κοινωνία εκείνων των δεκαετιών, την ανάθρεψαν σαν πριγκηπέσα. Με μαθήματα ξένων γλωσσών και μουσικής και ότι άλλο επιθυμούσε. Το όνομά, της ταίριαζε γάντι. Όσο μεγάλωνε γινόταν ένα πλάσμα αιθέριο, ουράνιο. Λεπτή κι αέρινη, με πλούσια καστανόξανθα μαλλιά μέχρι τους ώμους, εκφραστικά μελιά μάτια και μια επιδερμίδα πορσελάνινη. Ντυνόταν με ότι πιο όμορφο και όλοι οι νεαροί στη γειτονιά ήταν κρυφά ερωτευμένοι μαζί της. Κι εκείνη, η Ουρανία μιλούσε λίγο και ονειρευόταν πολύ. Πάντα ρομαντική κι απόμακρη ήταν σαν να πετούσε διαρκώς στα σύννεφα. Έπρεπε να περάσουν χρόνια και να φάει χαστούκια για να μάθει πως η ζωή δεν είναι ρομάντζα στα φεγγαρόφωτα. Ένας αποτυχημένος γάμος μόλις τέλειωσε τις σπουδές μαζί με το συναινετικό διαζύγιο που ακολούθησε, την προσγείωσαν απότομα. Αφοσιώθηκε στη δουλειά της κι έγινε ακόμα πιο μοναχική κι ευαίσθητη. Ένιωθε χαρά μεταδίδοντας στα παιδιά τη γνώση. Καθώς δεν απόχτησε δικά της ήταν όλοι οι μαθητές, παιδιά της. Τα λάτρεψε και την λάτρεψαν. Όμως ο χρόνος, σκληρός κι αδυσώπητος πέρασε γρήγορα κι η Ουρανία δεν το κατάλαβε πως έφτασε στη σύνταξη. Οι γονείς της είχαν φύγει από τη ζωή, ο αδελφός της ζούσε σε άλλη πόλη με την οικογένειά του κι εκείνη έπρεπε να δομήσει μια καινούργια καθημερινότητα.  

Μεσόκοπη και βάλε πια δεν άφησε την κατάθλιψη να τη βυθίσει στα σκοτάδια της. Κατάφερε να ορθοποδήσει γιατί κατά βάθος αγαπούσε τον εαυτό της και τη ζωή. Έχοντας σχέση πάθους με τα βιβλία, έγινε δραστήριο μέλος της λέσχης ανάγνωσης γνωστού εκδοτικού οίκου και παρακολουθούσε ανελλιπώς όλες τις βιβλιοπαρουσιάσεις. Παρέμενε αυτό που λένε ευπαρουσίαστη. Δεν έλειπαν ποτέ από τα χείλη της το χαμόγελο κι ο λόγος ο καλός. Όμως μέσα στο βλέμμα της υπήρχε μια πίκρα καλά κρυμμένη για όλα εκείνα που της στέρησε η μοίρα. Παρά το θωρακισμένο της συναίσθημα, χρειαζόταν επειγόντως αγάπη. 

Όλα ήταν ήρεμα στη ζωή της. Τίποτε στην επίπεδη καθημερινότητα δεν έδειχνε ν’ ανοίγει ένα παράθυρο, μέχρι εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ στο τζαζ μπαρ, μετά την βιβλιοπαρουσίαση. Εκτός από τις νότες που έβγαιναν από τα πλήκτρα του πιάνου με μια μαγεία ξεχωριστή, ένοιωσε ένα βλέμμα να τη χαϊδεύει. «Someone to watch over me» έπαιζε ο πιανίστας κι η Ουρανία σήκωσε τα μάτια και είδε τον νέο άντρα που καθόταν σ’ ένα τραπέζι δίπλα του. Από την αρχή της βραδιάς τα μάτια του, σκούρα μπλε σαν θάλασσες σκοτεινές, την κοίταζαν επίμονα. Η Ουρανία έπινε αργά το κρασί της και καθώς το βλέμμα του συνέχιζε να την αγκαλιάζει, αισθάνθηκε ξανά επιθυμητή γυναίκα. Έχουν άραγε, σκεφτόταν, οι μεγάλες γυναίκες ξεμπερδέψει οριστικά με τον κύκλο τους; Έχουν τελειώσει; Δε θα μπορούσε ο κύκλος αυτός να αποκτήσει ένα διαφορετικό νόημα; Όμως, όταν βγήκε από το μπαρ ο άνδρας την ακολούθησε και όταν τους κατάπιε το σκοτάδι της όμορφης νύχτας, η λογική της έπαψε ν’ αντιστέκεται. Στην αρχή δε μιλούσαν κι αυτό την έκανε να νοιώθει καλύτερα κι αφέθηκε. Ξημέρωμα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και στον καθρέφτη της εισόδου είδε έκπληκτη το λαμπερό χαμόγελο μιας καινούργιας γυναίκας. Στην ψυχή της κάτι είχε συμβεί, στο μυαλό της κλωθογύριζαν τα συμβάντα. «Είναι δυνατόν; με φίλησε, ή το φαντάστηκα;», αναρωτιόταν καθώς την έπαιρνε ο ύπνος. 

Ήταν αληθινό το φιλί του στα μαραμένα χείλη της. Ένα απαλό φιλί, τίποτε επιλήψιμο, όμως πολλά υποσχόμενο. Από την επόμενη μέρα άρχισαν να την κατακλύζουν τα μηνύματά του. Ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη της να δώσει και να πάρει αγάπη που κάμφθηκαν οι αντιστάσεις της. Στο επόμενο ραντεβού είχε πρωτόγνωρο χτυποκάρδι κι όταν αγκαλιάζοντας την της είπε πως την έβρισκε γυναίκα όμορφη και ενδιαφέρουσα ήταν ήδη ερωτευμένη. Άρχισε να νοιώθει γεμάτη ζωντάνια κι ενέργεια κι η όψη της αποκτούσε λάμψη. Εκείνος ήταν τόσο γοητευτικός. Ψηλός, ευθυτενής με το σκούρο μπλε βλέμμα του, το ονειροπόλο, τη βαθειά φωνή και τη μποέμικη εμφάνιση. Ποιητής και συγγραφέας που αγωνίζεται για την αναγνώριση, της συστήθηκε. Στο τρίτο ραντεβού της εκμυστηρεύτηκε πως ήθελε να δημιουργήσει το δικό του εκδοτικό οίκο, αλλά του έλειπε το κεφάλαιο. Επέστρεφαν από έναν μεγάλο περίπατο και κατέληξαν στο λιτό ισόγειο διαμέρισμα που έμενε, στην άνω πόλη. Εκείνη τη μέρα, αγάπησε τη μικρή βεράντα του σπιτιού του, τους απέριττους αλλά τακτοποιημένους και καθαρούς χώρους. Λάτρεψε τις χλωμές ακτίνες της δύσης που πάσχιζαν να περάσουν από το μικρό παράθυρο με τη βεραμάν κουρτίνα, το βάζο με τις μοσχομυριστές φρέζιες, το παλιό του γραφείο γεμάτο βιβλία και χειρόγραφα. Ένοιωσε να ξαναγεννιέται στο μπρούτζινο κρεβάτι, σπαρταρώντας στην αγκαλιά του. Με την ορμή έφηβης αλλά και το παράπονο για όσα η ζωή της στέρησε, έσμιξε μαζί του. Πίστευε πως ταίριαζαν απόλυτα και μοναδικά και ξέχασε τα χρόνια που τους χώριζαν, τη διαφορά ηλικίας. Η καλοπροαίρετη φύση της άρχισε να τον εμπιστεύεται και πίστεψε ότι ποτέ της δεν είχε συναντήσει έναν άνθρωπο τόσο ευγενικό, ζεστό και τρυφερό. Άρχισε να του μιλά για τον εαυτό της, για τα τραύματά της. Πίστευε ότι η αναδρομή στα παλιά που γινόταν μέσα στην αγκαλιά του ήταν λυτρωτική. Ενωνόταν μαζί του κι ένοιωθε ταυτόχρονα ναυαγισμένη και λυτρωμένη.  

Ένα γλυκό χειμωνιάτικο σούρουπο της ζήτησε χρήματα για πρώτη φορά. Ήταν παραδομένη στα χέρια του, μια φωνή εσωτερική έλεγε « όλα δικά σου μάτια μου», τον κοίταζε κι έλιωνε. Από το παλιό πικάπ ακουγόταν η μελωδία «όταν έρχονται τα σύννεφα» από το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» του Χατζιδάκι, το κομμάτι που σηματοδοτούσε τον έρωτά τους. Έτσι πίστευε. « Για τον εκδοτικό οίκο χρειάζομαι χρήματα. Νιώθω άσχημα αλλά είσαι ο πιο κοντινός άνθρωπος», «άλλωστε σ’ εσένα είναι αφιερωμένα τα ποιήματά μου», της ψιθύρισε. Κι εκείνη σφίχτηκε επάνω του, τον κοίταξε με τα γλυκά της μάτια και του χαμογέλασε με συγκατάβαση. Ήταν ένα μήνα μαζί, ήταν ο άνθρωπός της, έτσι πίστευε και ανταποκρίθηκε. Μετά από δύο εβδομάδες της ζήτησε μεγαλύτερο ποσό κι ύστερα κάθε εβδομάδα γινόταν όλο και πιο επιτακτικός.

Απόψε η Ουρανία το κατάλαβε καλά. Απόψε που η λογική της επαναστάτησε. Όχι πως ήταν ηλίθια, όμως η δίψα της για έναν έρωτα δεν την άφηνε να δει το προφανές. Ότι δηλαδή ο όμορφος, νέος άνδρας ήταν ένας άνεργος, χαραμοφάης, μικροαπατεώνας που πουλούσε έρωτα σε μεσόκοπες κυρίες για να αντλήσει χρήματα. Έτσι ζούσε ο χλωμός ποιητής πουλώντας ψεύτικη χαρά με ανταλλάγματα. Απόψε μέσα της συγκρούστηκε η λογική με το άρρωστο συναίσθημα. Πόλεμος αληθινός. Όμως η κυρία μπορεί να άρχισε να γερνά όμως δεν μεμψιμοιρεί. Η ζωή αγαπά εκείνους που την αγαπούν.

Φλεβάρης ήταν και νύχτωνε νωρίς. Σκοτάδι στο δρόμο για τη θάλασσα. Ησυχία, ερημιά κι υγρασία που την περόνιαζε. Προσπαθούσε να σταματήσει τις σκέψεις της που έτρεχαν άταχτες κι ύστερα ξαναγύριζαν στο κεφάλι της. «Που πας; », αναρωτήθηκε. «Τι πήγαινες να κάνεις; Γιατί τόση αφέλεια; Πόσο ευκολόπιστη είσαι; Κοροϊδάρα είσαι». Έφθασε σχεδόν τρέχοντας στην παραλία. Ερημιά. Ελάχιστοι μοναχικοί περιπατητές κυκλοφορούσαν, κάποιοι παλαβοί - σαν κι αυτήν -, και δυο ζευγάρια σφιχταγκαλιασμένα που ζαχάρωναν. Ανατρίχιασε απ’ τον αγέρα της θάλασσας που της ανακάτευε τα καλοχτενισμένα μαλλιά. Δεν την ένοιαζε. Αγαπούσε το σκοτάδι, τον άνεμο, τον αναστεναγμό της θάλασσας. Έμπαινε και πάλι στη διαδικασία επαναπροσδιορισμών. «Και τι έγινε; Δεν θα τα βάψω μαύρα», είπε παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού. Το σπίτι της την υποδέχθηκε ζεστό και φιλόξενο. Μπαίνοντας στο δωμάτιο αντίκρισε το κόκκινο πουκάμισο. Το ξεκρέμασε με ηρεμία και γνωρίζοντας πως δεν θα το ξαναφορέσει ποτέ πια, το τοποθέτησε στη σακούλα της ανακύκλωσης. Ύστερα έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, ήπιε μια μεγάλη γουλιά και νοιώθοντας δυνατή πήρε την ποιητική του συλλογή με τις αφιερώσεις, την ξέσχισε και την τοποθέτησε χωρίς πόνο στην ίδια σακούλα. Μετά άνοιξε το κινητό τηλέφωνο και διέγραψε όλα τα κακώς κείμενα. Μια «ιστορία αγάπης» μπήκε στον κάδο απορριμμάτων. Δεν ήταν όμως ιστορία αγάπης αλλά η δική της ανάγκη πασπαλισμένη με χρυσόσκονη. Ένιωθε μια παράξενη γαλήνη επιστρέφοντας στην καινούργια μοναξιά της, για να συνεχίσει να ζει κόντρα σε κάθε προσδοκία. «Μια χαμηλή πτήση ήτανε μονάχα στο σούρουπο της ζωής. Μια χαμηλή πτήση με ελεύθερη πτώση. Μη μου παραπονιέσαι», ψιθύρισε χαμογελώντας με θλίψη. Γέμισε πάλι το ποτήρι της, το κρασί τη ζέσταινε. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο ερχόταν μια μουσική, ένα νοσταλγικό τραγούδι. «Ma Solitude», σιγομουρμούρισε: «Ποτέ δε είμαι μοναχή μέσα στη μοναξιά μου…». «Πάντα θα βρεις κάποιον ν’ αγαπήσεις όσο υπάρχουν άνθρωποι σε τούτο τον κόσμο», σκέφτηκε. Δε θυμόταν που το διάβασε αλλά το βρήκε επίκαιρο. Κοίταξε ψηλά στο στερέωμα την καινούργια σελήνη κι ανάσανε βαθειά τον αέρα της νύχτας. 

Απόψε η Ουρανία το κατάλαβε καλά. Απόψε που η λογική της επαναστάτησε. Όχι πως ήταν ηλίθια, όμως η δίψα της για έναν έρωτα δεν την άφηνε να δει το προφανές. Ότι δηλαδή ο όμορφος, νέος άνδρας ήταν ένας άνεργος, χαραμοφάης, μικροαπατεώνας που πουλούσε έρωτα σε μεσόκοπες κυρίες για να αντλήσει χρήματα. Έτσι ζούσε ο χλωμός ποιητής πουλώντας ψεύτικη χαρά με ανταλλάγματα. Απόψε μέσα της συγκρούστηκε η λογική με το άρρωστο συναίσθημα. Πόλεμος αληθινός. Όμως η κυρία μπορεί να άρχισε να γερνά όμως δεν μεμψιμοιρεί. Η ζωή αγαπά εκείνους που την αγαπούν.

Φλεβάρης ήταν και νύχτωνε νωρίς. Σκοτάδι στο δρόμο για τη θάλασσα. Ησυχία, ερημιά κι υγρασία που την περόνιαζε. Προσπαθούσε να σταματήσει τις σκέψεις της που έτρεχαν άταχτες κι ύστερα ξαναγύριζαν στο κεφάλι της. «Που πας;», αναρωτήθηκε. «Τι πήγαινες να κάνεις; Γιατί τόση αφέλεια; Πόσο ευκολόπιστη είσαι; Κοροϊδάρα είσαι». Έφθασε σχεδόν τρέχοντας στην παραλία. Ερημιά. Ελάχιστοι μοναχικοί περιπατητές κυκλοφορούσαν, κάποιοι παλαβοί - σαν κι αυτήν -, και δυο ζευγάρια σφιχταγκαλιασμένα που ζαχάρωναν. Ανατρίχιασε απ’ τον αγέρα της θάλασσας που της ανακάτευε τα καλοχτενισμένα μαλλιά. Δεν την ένοιαζε. Αγαπούσε το σκοτάδι, τον άνεμο, τον αναστεναγμό της θάλασσας. Έμπαινε και πάλι στη διαδικασία επαναπροσδιορισμών. «Και τι έγινε; Δεν θα τα βάψω μαύρα», είπε παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού. Το σπίτι της την υποδέχθηκε ζεστό και φιλόξενο. Μπαίνοντας στο δωμάτιο αντίκρισε το κόκκινο πουκάμισο. Το ξεκρέμασε με ηρεμία και γνωρίζοντας πως δεν θα το ξαναφορέσει ποτέ πια, το τοποθέτησε στη σακούλα της ανακύκλωσης. Ύστερα έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, ήπιε μια μεγάλη γουλιά και νοιώθοντας δυνατή πήρε την ποιητική του συλλογή με τις αφιερώσεις, την ξέσχισε και την τοποθέτησε χωρίς πόνο στην ίδια σακούλα. Μετά άνοιξε το κινητό τηλέφωνο και διέγραψε όλα τα κακώς κείμενα. Μια «ιστορία αγάπης» μπήκε στον κάδο απορριμμάτων. Δεν ήταν όμως ιστορία αγάπης αλλά η δική της ανάγκη πασπαλισμένη με χρυσόσκονη. Ένιωθε μια παράξενη γαλήνη επιστρέφοντας στην καινούργια μοναξιά της, για να συνεχίσει να ζει κόντρα σε κάθε προσδοκία. «Μια χαμηλή πτήση ήτανε μονάχα στο σούρουπο της ζωής. Μια χαμηλή πτήση με ελεύθερη πτώση. Μη μου παραπονιέσαι», ψιθύρισε χαμογελώντας με θλίψη. Γέμισε πάλι το ποτήρι της, το κρασί τη ζέσταινε. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο ερχόταν μια μουσική, ένα νοσταλγικό τραγούδι. «Ma Solitude», σιγομουρμούρισε: «Ποτέ δε είμαι μοναχή μέσα στη μοναξιά μου…». «Πάντα θα βρεις κάποιον ν’ αγαπήσεις όσο υπάρχουν άνθρωποι σε τούτο τον κόσμο », σκέφτηκε. Δε θυμόταν που το διάβασε αλλά το βρήκε επίκαιρο. Κοίταξε ψηλά στο στερέωμα την καινούργια σελήνη κι ανάσανε βαθειά τον αέρα της νύχτας. 

«Χρειάζεστε βοήθεια κυρία;» Έτρεμαν λίγο τα πόδια της, όμως σηκώθηκε. Κι ενώ ψιθύρισε «Όχι, σας ευχαριστώ», άκουσε το νεανικό γέλιο και το ειρωνικό σχόλιο: «Τι τις ήθελε η γριά τις κόκκινες ψηλοτάκουνες;» Ήταν το μήνυμα της ανώμαλης προσγείωσης ή μήπως της ελεύθερης πτώσης; Μια φλασιά την επανέφερε στην πραγματικότητα. Επιτάχυνε το βήμα της κι άλλαξε κατεύθυνση. «Άκυρο το αποψινό ραντεβού», μονολόγησε σιγανά.

Στο διήγημα "Χαμηλή πτήση" απονεμήθηκε το Γ' Βραβείο Διηγήματος από τον Η' Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ