Το μαγείρεμα στους καιρούς της καραντίνας

Το μαγείρεμα στα χρόνια του κορωνοϊού

Πού να προλάβω να μαγειρέψω η δύσμοιρη με τόση δουλειά; Όχι τώρα αλλά τότε. Πόσο μακρινό ακούγεται αυτό το τότε. Ιατρείο, οστική πυκνότητα, γραμματειακή υποστήριξη, μανικιούρ πεντικιούρ και αρθρογραφία. Χρόνος μηδέν. Ήμουν η χαρά του διανομέα. Και της κυτταρίτιδας και της χοληστερίνης. Ναι ναι, δε διαφωνώ.

Μετά το πρώτο σοκ του κορονοϊού αποφάσισα να εξασκήσω το ταλέντο μου στη μαγειρική. Γιατί το ταλέντο το έχω. Α, όλα κι όλα. Πολλές φίλες στα νιάτα μας, με φώναζαν η Βέφα της κουζίνας τους. Ευκαιρία ήταν λοιπόν να ξαναμπώ μέσα στις κουτάλες μου. Πρώτον για να τρώω πιο υγιεινά, δεύτερον για να μη ξοδεύω άσκοπα χρήματα. Εφτά με οχτώ ευρώ τη μερίδα πλήρωνα, μάνα μου. Για υπολόγισέ τα. Εφτά ευρώ έδωσα κ χθες και πήρα εξακόσια γραμμάρια μοσχάρι, μανίτσα. Θα τρώω τρεις μέρες μέχρι να κουνάω τη χαίτη μου σα την αγελάδα του La vache qui rit.

Τις πρώτες μέρες ξεκίνησα με τα βασικά. Αυγά με πατάτες. Πόσο καιρό είχα να φάω τηγανητές πατάτες; Τι θείο δώρο είναι αυτό ρε σεις; Μετά από κάποιες μέρες αγχωμένη πως έχω όλα τα συμπτώματα του ιού, αποφάσισα να κάνω ένα κέικ. Και το έκανα συνεταιρικά. Ναι ναι θα σου πω πως. Μιλούσα με την κολλητή στο τηλέφωνο, αποφάσισε να κάνει κέικ και το κάναμε ταυτόχρονα. Χτυπούσαμε τα μίξερ ταυτόχρονα και κάναμε τη κουζίνα μπουρδέλο ταυτόχρονα. Αλεύρι από δω, αυγά από κει, ξύσμα πορτοκαλιού παραπέρα. Και ένας σκύλος μέσα στα πόδια σου να προλάβει να γλείψει αυτό που έπεσε στο πάτωμα. Και φουπ, φούσκωσε το κέικ. Να το φάω δεν ήθελα, μα να κάνω κάτι. Ε καλά έφαγα και λίγο. Ξέρεις μεταξύ ώρας που δε φοβάσαι μέχρι να μιλήσει ο Τσιόδρας. Μετά πάλι είχα όλα τα συμπτώματα οπότε η όρεξη κοβόταν.

Μετά αποφάσισα να κάνω μακαρόνια με κιμά. Λάδι δεν έβαλα. Και τα μακαρόνια ήταν μαύρα. Καλά όχι κατάμαυρα λες και έχουν μελάνι σουπιάς. Αλλά τα άλλα τα πιο υγιεινά. Αυτά που έχουν ενάμιση ευρώ το πακετάκι και τα τρως ένα ένα μη και δεν αξιοποιήσεις το κάθε σου σεντ. Πεντανόστιμο το φαγάκι.

Ήρθε και η μέρα για όσπριο. Ρεβίθια ήθελα η καλή σου. Τα βάζω το βράδυ στο νερό και το πρωί τα κοιτάζω και έχουν φουσκώσει σα μπάλες μπιλιάρδου. Κουκλίτσα μου δεν ήξερες, δε ρώταγες; Έπρεπε να βάλεις λιγότερα. Δε πειράζει. Θα φυλάξω και στην κατάψυξη. Κρεμμύδι είχα λίγο, λεμόνι άλλο λίγο, λάδι έβαλα λίγο. Τα βάζω να βράζουν και βλέπω τη βαλβίδα της χύτρας να γυρνάει σα δαιμονισμένη. Αυτό ήταν, ήρθε το τέλος, σκέφτηκα. Είδα τους τίτλους των ειδήσεων σαν σε όραμα. « Ξανθιά, έγκλειστη λόγω κορονοϊού, πέθανε από εκτόξευση χύτρας, την ώρα που μαγείρευε ρεβίθια». Εντάξει τη γλίτωσα. Μα η σούπα ήταν αραιή. Και η γεύση όχι και τόσο καλή. Κάτι έλειπε. Πήρα τη μάνα μου. Βάλε, μου είπε, λίγο αλεύρι και κάνε άλλη μια βράση. Ε και το έκανα. Τελικά το χρώμα της σούπας έγινε υπόλευκο και δεν έπηξε ποτέ. Έφαγα όμως κακήν κακώς. Μην πάνε και χαμένα. Πάντα θυμάμαι αυτή την έκφραση από τους μεγαλύτερους που έχουν περάσει και μια κατοχή.

Έφυγα για λίγες μέρες από το σπίτι, μιας και η μοναξιά είχε γίνει κολλητή μου και ήρθα να μείνω σε ένα φίλο, μιας κι είχαμε κάτσει καραντίνα και οι δύο κοντά στις είκοσι μέρες.
Ευκαιρία λέω να θυμηθώ και οικογενειακές συνταγές. Αυτές που έφτιαχνα με τον άντρα μου, τον πρώην. Θα κάνω λέω πατατοσαλάτα με μπουτάκια κοτόπουλο, παναρισμένα σε κουάκερ και μπαχαρικά. Τα έβλεπα και τα καμάρωνα. Τα ανέβασα και σε σελίδα με μαγειρικές απολαύσεις. Μη χάσω. Τα τηγάνισα. Ή έτσι νόμιζα δηλαδή. Τα σερβίρω με περίσσια περηφάνια και τους ρίχνω και ένα βλέφαρο. Ουπς! Κάτι κόκκινο βγαίνει μέσα από το μπουτάκι. Μην είναι αίμα; Μην είναι όραμα τρόμου, επειδή με εκδικείται η κότα; Ναι άστα, αίμα ήταν. Ωμό ήταν μέσα το γλυκό μου. Ποιος να ξαναβάλει τηγάνι πάλι; Μόλις το έπλυνα άλλωστε.
Θα τα βάλω λέω λίγο στο γκριλ του φούρνου. Τα ξανασερβίρω. Αρνούνται τα μπούτια να ψηθούν. Ακόμα και η πέτσα δεν έλεγε να γκαγκανιάσει έστω να τσιμπήσουμε αυτήν. Μην τα πολυλέω, μετά από δυο τρεις προσπάθειες καταλήξαμε πως κάποιο ανώτερο ον μας έδινε εντολή να φάμε μόνο πατατοσαλάτα μπας και χάσουμε κάνα δράμι. Και τα κοτόπουλα πήραν τον δρόμο της σκουπιδοσακούλας. Τα έκλαψα, να ξέρετε.
Μια στεναχώρια την πήρα και λίγο θρήνο τον ένιωσα.

Χθες είπα να κινηθώ σε πιο γερές βάσεις. Είχε έρθει η ώρα για εκείνο το μοσχαράκι. Θα το έβαζα στη χύτρα με μελιτζάνες, καρότα, πιπεριές και το κοκκινιστό θα κοσμούσε το τραπέζι μας. Και ναι λοιπόν τα κατάφερα. Μας έμεινε και λίγο για σήμερα. Το αύριο δεν το γνωρίζει κανείς. Προς το παρόν τρεφόμαστε κανονικά. Τώρα για δηλητηρίαση κανείς δε ξέρει.
Ό,τι κι αν γίνει, λάθος ή σωστό, επιτυχία ή αποτυχία, εγώ την κουζίνα την αγαπώ. Μ’ αρέσει να γεμίζει το σπίτι μυρωδιές. Γιατί έτσι το ζεις περισσότερο.

Εσείς τι μαγειρεύετε αυτές τις μέρες;