Δεν είσαι παρά μια ανάμνηση, πόση δύναμη μπορεί να έχεις;

Δεν είσαι παρά μια ανάμνηση, πόση δύναμη μπορεί να έχεις;

Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ηλικιωμένους ανθρώπους αλλά και άλλους μέσης ηλικίας που το μυαλό τους έχει χαθεί μέσα σε δαιδαλώδη μονοπάτια και μαζί με το μυαλό έχει χαθεί και η ζωή τους, ο εαυτός τους και οι αναμνήσεις τους.

Είναι αυτή η νόσος που κάνει ένα κουβάρι τα όσα είναι, τα όσα έζησαν.

Κάνει το μυαλό να εξατμίζεται και τις αναμνήσεις να γίνονται υδρατμοί, να ανεβαίνουν στον ουρανό, να ανήκουν πια στην αιωνιότητα και όχι σε κείνους.

Κοιτάζω γύρω μου και θλίβομαι. Τα βάζω με τον εαυτό μου που κάποτε τόλμησα να φωνάξω:

Θέλω να ξεχάσω. Να μη θυμάμαι ό,τι με πονάει. Θέλω να διαγράψω από τη μνήμη μου εσένα και τη σχέση μας. Θέλω να ΣΕ ξεχάσω!

Ναι κάποτε το είπα.

Τώρα το ξανασκέφτομαι και λέω:

Συγγνώμη Θεέ μου που κάποτε ευχήθηκα να χάσω έστω και ένα κομμάτι από όσα μου έχεις προσφέρει.

Συγγνώμη εαυτέ μου που κάποτε ευχήθηκα να χάσω έστω και ένα κομμάτι από σένα.

Το ευχήθηκα γιατί πόνεσα. Και για μια στιγμή πίστεψα πως αν ξεχάσω θα πάψω να πονάω. Δεν είχα υπολογίσει πως ο πόνος μένει χαραγμένος στο σώμα και την καρδιά. Πως ακόμα και αν κάποιος μπορούσε να σβήσει τα πάντα από το μυαλό, τόσο εύκολα όπως ένα σφουγγάρι σβήνει την κιμωλία, ακόμα θα έμενε η ανάμνηση στο σώμα. Οι χαρακιές στην καρδιά δε διαγράφονται ούτε με λοβοτομή.

Λένε πως ο χρόνος βοηθάει σε αυτές τις περιπτώσεις. Η αλήθεια είναι πως μπόρεσα να ξεχάσω πώς μύριζε το σώμα σου, πώς ήταν τα δάχτυλά σου, μπόρεσα να ξεχάσω ακόμα και πώς ήταν το φιλί σου.

Αυτό που σίγουρα δεν μπορώ να ξεχάσω είναι το συναίσθημα που ένιωθα όταν ήμουν μαζί σου, το συναίσθημα του να θέλω να σε κοιτάζω στα μάτια και μέσα εκεί να βλέπω δυο ολόκληρους κόσμους, τον δικό μου και τον δικό σου.

Αυτό που σίγουρα δεν μπορώ να ξεχάσω είναι όλα όσα στα μάτια μου σε έκαναν ξεχωριστό, σε έκαναν Θεό. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο για τους άλλους, για μένα όμως ήταν τα πάντα.

Κάθε φορά λέω στον εαυτό μου πως σε ξέχασα μα εσύ πάντα βρίσκεις χώρο και τριγυρίζεις στο μυαλό μου. Και περνούν τα χρόνια και εσύ μένεις. Λέω σε ξέχασα και ακόμα σε θυμάμαι.

Θέλω να σου φωνάξω φύγε, προετοιμάζομαι να σου πω το τελειωτικό αντίο και εσύ πάντα βρίσκεις τρόπο και επιστρέφεις.

Ήρθε ο καιρός να το πάρω απόφαση λοιπόν.

Δε θα φύγεις ποτέ από τη μνήμη μου. Όχι γιατί είσαι πιο δυνατός και εγώ ανίσχυρη μπροστά σου.

Δε θα φύγεις ποτέ από τη μνήμη μου γιατί τώρα πια δε θέλω να φύγεις. Είσαι κομμάτι της ζωής μου, κομμάτι της ψυχής μου. Θέλω να σε κρατήσω με νύχια και με δόντια. Γι’ αυτό παλεύω να θυμηθώ, γι’ αυτό αγωνιώ να μην ξεχάσω.

Κρατάω όσα μπορώ, όσα αξίζει. Όχι για εσένα αλλά για μένα.

Για να μπορώ να φτάσω κάποτε στα ογδόντα μου και να έχω το κουράγιο να πω:

Έζησα μια ζωή και θέλω να τη θυμάμαι. Μέσα σε όσα έζησα ήσουν και εσύ, ο μεγαλύτερος πόνος μου, αλλά ας είναι, άξιζε τον κόπο, γιατί υπήρξες κάποτε και η μεγαλύτερη χαρά μου.

Κρατάω όσα μπορώ από εσένα ώστε όταν φτάσω λίγο πριν το θάνατο να μπορέσω να του ψιθυρίσω στο αυτί:

Δε σε φοβάμαι. Σε έχω νιώσει. Κάποτε γδάρανε την ψυχή μου και επέζησα. Και αυτό θα το θυμάμαι για πάντα.

Να ξέρεις, άνθρωπος που θυμάται δεν “πέθανε” ποτέ του.

Λέω σε ξέχασα και ακόμα σε θυμάμαι.

Σε αυτή τη ζωή και σε όποια άλλη έρθει.

Δε σε χρειάζομαι πια. Η ανάμνησή σου αξίζει πολύ περισσότερο από εσένα τον ίδιο.

Αυτό σε πονάει, το γνωρίζω.

Αλλά πού ξέρεις, μπορεί αυτός να είναι και ο λόγος που κρατάω την ανάμνησή σου ζωντανή. Μπορεί αυτός να είναι ο μόνος τρόπος για να σε πονέσω.

Δεν είσαι παρά μόνο μια ανάμνηση.

Πόση δύναμη μπορεί να έχεις;

Ματίνα Σταθάκη