Ο Αρκουδίνος πηγαίνει στο κορωνοσχολείο

Ο Αρκουδίνος πηγαίνει στο κορωνοσχολείο

Ο μικρός Αρκουδίνος έκλεισε με δύναμη την πόρτα, πέταξε θυμωμένα τη σάκα του κάτω και έτρεξε στο δωμάτιό του.

Τρόμαξε η μάνα του η Αρκουδίνα μήπως έπαθε κάτι κακό ο μονάκριβός της πρώτη μέρα στο σχολείο και  τον πήρε στο κατόπι. Ήταν τόσο χαρούμενος το πρωί που θα πήγαινε μετά από 2,5 μήνες στο σχολείο, τι να τον αναστάτωσε τόσο;

Τον βρήκε να κάθεται στο κρεβάτι με τα χεράκια του σταυρωμένα στο στήθος και τα μάτια του θολωμένα από την κακοκεφιά.

«Τι έγινε Αρκουδίνο μου» τον ρώτησε και στριμώχτηκε δίπλα του στο μικρό κρεβάτι.

«Το μισώ το σχολείο, δε θα ξαναπάω ποτέ!» είπε εκείνος πεισμωμένα.

«Γιατί αρκουδοστολιδάκι μου, τι έγινε; Το ήξερες ότι σήμερα θα ήσουν με τους μισούς φίλους σου στην τάξη, μας είχε ενημερώσει η κυρία Κουκουβάγια. Πρέπει να προστατευτούμε όλοι μας από τον κορωνοϊό.  Ποιος σε πείραξε, αρκουδομονάκριβέ μου;»

«Κανείς!» απάντησε ο Αρκουδίνος και ακούμπησε το κεφαλάκι του πάνω στο στήθος της μαμάς του.

Ένιωθε τόσο όμορφα και ζεστά στην αγκαλιά της! Εκείνη τύλιξε τα μεγάλα της χέρια γύρω του και τον φίλησε στο μέτωπο.

«Λοιπόν, θα μου πεις τι έγινε;»

«Να, το σχολείο δεν είναι μόνο τα μαθήματα. Είναι και το παιχνίδι με τους φίλους μας».

«Δεν παίξατε στο διάλειμμα;»

«Αυτό δεν ήταν διάλειμμα, ήταν κόλαση!» φώναξε θυμωμένα ο μικρός. «Η κυρία Βάγια-Κουκουβάγια μπήκε στην τάξη το πρωί και μας είπε τις οδηγίες. Απαγορεύονται αυστηρά τα ομαδικά παιχνίδια, έτσι μας είπε.

«Λογικό δεν είναι Αρκουδίνο μου; Αφού πρέπει να κρατάμε αποστάσεις μεταξύ μας».

«Μας απαγόρεψε το κρυφτό, το κυνηγητό, την μπάλα, το χαλασμένο τηλέφωνο, το σχοινάκι. Και τι μένει να παίξουμε κυρία;» τη ρώτησε ο Καστοράκης.

«Κάτι θα σκεφτείτε» μας απάντησε εκείνη. «Έχω εμπιστοσύνη στη φαντασία σας».

«Χμ… και τι σκεφτήκατε Αρκουδοντολμαδάκι μου;» ρώτησε όλο περιέργεια η μαμά Αρκούδα.

«Ο Αλεπουδένιος σκέφτηκε να παίξουμε αναρρίχηση. Όποιος ανέβει και κατέβει πρώτος στο μεγάλο πεύκο της αυλής, θα είναι ο νικητής. Ήταν υπέροχη η ιδέα του γιατί θα ανεβαίναμε ένας-ένας. Άρχισε πρώτος ο Λαγουδίνος, που δυσκολεύτηκε λίγο και μετά ο Σκιουράκης, που μάλλον θα έβγαινε πρώτος. Και μετά ήρθε η σειρά μου, αλλά ο Χελωνένιος πήγε και μας μαρτύρησε στη δασκάλα, γιατί δεν του άρεσε το παιχνίδι που είχαμε διαλέξει».

«Και;»

«Εκείνη ήρθε τρέχοντας στην αυλή και μας έβαλε έξαλλη τις φωνές. Μας απαγόρεψε και την αναρρίχηση, γιατί ο Σαυρούλης βγάζει συνέχεια τη γλώσσα του έξω, θα σάλιωνε τον κορμό και θα τον πιάναμε εμείς με τα χέρια μας. Και θέλει πολύ απολυμαντικό για τον κορμό, μας είπε».

«Δίκιο είχε, γιε μου, η δασκάλα σας».

«Ο Φίδαρος πρότεινε να αφήσουμε τον Σαυρούλη έξω από το παιχνίδι και εκείνος έβαλε τα κλάματα και έτρεξε να το πει στην κυρία. Η κυρία ήρθε πάλι,  μας μάλωσε και μας έβαλε τιμωρία να μείνουμε στην τάξη σε όλα τα διαλείμματα. Είναι σχολείο αυτό, ε; Δε θα ξαναπάω ποτέ στο κορωνοσχολείο!  Ποτέ, ποτέ, μ’ ακούς;» είπε και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του.

Η μαμά Αρκούδα δεν ήξερε τι να πει στο παιδί της. Πώς μπορείς να στερήσεις από τα μικρά παιδιά το παιχνίδι; Πώς μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει κορωνοϊός; Πώς να κρατήσουν αποστάσεις;

«Έχω μια ιδέα, του είπε. Την επόμενη φορά να παίξετε τσουβαλοδρομίες.  Ο καθένας σας θα τρέχει μόνος του με  το δικό του τσουβάλι. Τι λες;»

«Μαμά, είσαι τέλεια!» φώναξε ο μικρός και  έτρεξε σαν σίφουνας στην πόρτα. «Είσαι η καλυτερότερη και η εξυπνοτερότερη μαμά του κόσμου! Τρέχω να το πω στους φίλους μου» φώναξε ενθουσιασμένα και εξαφανίστηκε στο μικρό μονοπάτι του δάσους.

«Μαμάδες – Κορωνοϊός 1-0» σκέφτηκε η μαμά Αρκούδα και σηκώθηκε χαμογελώντας να συνεχίσει την μελομακαρονάδα που ετοίμαζε για μεσημεριανό.