Ο καθρέφτης

Ο καθρέφτης(pexels)

Το βλέμμα της ήταν θολό, σχεδόν ανέκφραστο. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της μαρτυρούσαν πως είχε περάσει άλλο ένα δύσκολο βράδυ. Με το ζόρι, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. 

Δεν είχε καμιά όρεξη να τσακωθεί μαζί του, αλλά ήξερε πως δεν μπορούσε ν’ αποφύγει αυτήν την αναμέτρηση.

«Πώς είσαι πάλι έτσι;», της είπε με θυμό. Εκείνη δε μίλησε, αλλά συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια. 

«Τα μαύρα σου τα χάλια έχεις πάλι σήμερα. Σέρνεσαι σαν το σκουπίδι που το παρασέρνει ο αγέρας. Δε βαρέθηκες πια τον εαυτό σου; Γιατί εγώ σε βαρέθηκα. Βαρέθηκα να σε βλέπω να κλαίγεσαι για τα λάθη σου. Κουράστηκα να σε ακούω να παραπονιέσαι που ποδοπάτησαν την εμπιστοσύνη σου. Φτάνει πια, φτάνει, μ’ ακούς; Για λύπηση είσαι. Έχεις καταντήσει μια γυναικούλα που δεν έχει τη δύναμη να πάρει στα χέρια της τη ζωή της και μιζεριάζει μέσα στη θλίψη από το πρωί μέχρι το βράδυ.»

Βούρκωσε σαν άκουσε τα λόγια του. Ήταν σκληρά. Σκληρά και άδικα.

«Δε σου επιτρέπω, πώς τολμάς;», του αντιμίλησε με τα μάτια της να βγάζουν φωτιές. «Εσύ ειδικά που με ξέρεις καλύτερα από τον καθένα, δε θα έπρεπε να μου μιλάς έτσι. Γνωρίζεις τις μάχες που έχω δώσει, γνωρίζεις τη δύναμή μου. Γνωρίζεις πως δεν έχω κάνει ποτέ κακό σε κανέναν!», του πέταξε με τη φωνή της ραγισμένη από το παράπονο.

«Κάποτε είχες δύναμη, κάποτε έδινες μάχες. Τώρα έχεις κουρνιάσει μέσα στο καβούκι σου και κλαις τη μοίρα σου, λες και έχει έρθει η συντέλεια του κόσμου. Ακόμα να μάθεις πως έτσι είναι οι άνθρωποι; Πως άμα σε βρούνε μπόσικο σε πατάνε κάτω χωρίς ενοχή; Σταμάτα επιτέλους να είσαι αφελής. Πότε θα μεγαλώσεις; Οι ρυτίδες σου δεν κρύβονται πια και το κορμί σου δε θυμίζει σε τίποτα το κοριτσάκι που ήσουν κάποτε. Κι εσύ επιμένεις να κάνεις τα ίδια λάθη ξανά και ξανά. Τι την πέρασες την εμπιστοσύνη σου; Απύθμενη ή μήπως φτηνή; Σύνελθε, κακομοίρα μου, όσο είναι καιρός. Με χάνεις, δεν το βλέπεις; Μια σφαλιάρα θέλεις, μου φαίνεται, για να συνέλθεις.»

Τα λόγια του ήταν μαχαιριά. Ασυναίσθητα, τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κορμί της, σα να ήθελε να το προστατέψει. Έτσι όπως έσκυψε ελαφρά το κεφάλι, περιεργάστηκε το σώμα της. Είχε δίκιο. Εκείνος πάντα είχε δίκιο κι ας μην του το παραδεχόταν ποτέ. Δεν ήταν κοριτσάκι πια. Ήταν μια ώριμη γυναίκα. Εκείνη και μόνο εκείνη είχε την ευθύνη για όσα και όσους την είχαν προδώσει.

Έστρεψε τα μάτια της πάνω του. Τα ένιωθε κόκκινα, να την τσούζουν. Δε θα έκλαιγε, όμως, ξανά μπροστά του. Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού της τη μύτη της και πήρε βαθιά ανάσα.

«Τέλειωσες;», τον ρώτησε δήθεν αδιάφορα. «Μπορώ να φύγω τώρα;»

Εκείνος για μια στιγμή τη λυπήθηκε. Σκέφτηκε να της πει μια καλή κουβέντα για να της μερώσει την ψυχή, αλλά συγκρατήθηκε. Έπρεπε να της μιλήσει τόσο σκληρά, μπας και τη συνεφέρει. Για το καλό της το έκανε.

«Ό,τι είχα να πω, στο είπα. Για σήμερα τουλάχιστον. Άσε, λοιπόν, τις κλάψες και πάρε τα πάνω σου. Θα έπρεπε να ντρέπεσαι που τζόγαρες την αξιοπρέπεια και την περηφάνια σου. Μόνο που αυτά άμα τα έχεις, δε χάνονται ποτέ. Τράβα, λοιπόν, γιατί έχεις μια ζωή να σε περιμένει. Και μια καινούρια παρτίδα για να τα ξαναπάρεις πίσω.»

Σιωπηλή, στράφηκε για να φύγει βαθιά αναστατωμένη από τα λόγια του.

«Και πού ‘σαι;», ακούστηκε η φωνή του. Εκείνη στάθηκε ακίνητη.

«Αξίζεις μια όμορφη ζωή! Διεκδίκησέ την. Είσαι δυνατή, θα τα καταφέρεις. Θέλει μόνο να το πιστέψεις.»

Γύρισε και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε δειλά για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. 

« Σ’ ευχαριστώ», τού ψιθύρισε. 

Άγγιξε τρυφερά το είδωλό της στον καθρέφτη κι έφυγε κλείνοντας απαλά πίσω της την πόρτα. Είχε μια ακόμα παρτίδα να παίξει που δεν έπαιρνε αναβολή…