«Παιδί μου, λείπεις»

«Παιδί μου, λείπεις»

… ένα δάκρυ ενώνεται ταπεινά με την κραυγή της Μάνας Σύμβολο.

 

«Τι είναι Πάσχα;» ρώτησε ένα μικρό παιδί.

Κάποιοι απάντησαν πως είναι τα τσουρέκια, το ασπρισμένο σπιτικό και το ψητό αρνί.

Κάποιοι τού είπαν πως είναι μέρες αγάπης και συγχώρεσης.

Κάποιοι τού μίλησαν  για αναγέννηση και για ελπίδα.

Και κάποιοι άλλοι ψιθύρισαν πως είναι η απουσία.

Να, όμως, που η πανδημία έρχεται να αφήσει το δικό της μήνυμα.

«Η απουσία τη ζωής είναι το ίδιο επώδυνη πια με την απουσία της μνήμης.»

Τον πρώτο λόγο τον έχει η Ζωή, τον πρώτο λόγο τον έχουν τα παιδιά μας, τώρα που η απουσία της αγκαλιάς τους βαραίνει μέσα στην Άνοιξη του Θεού και των ανθρώπων.

Οι ψυχές των αγαπημένων μας γνωρίζουν πως η ζωή είναι ασύγκριτα πιο όμορφη από έναν τιμημένο θάνατο.

Κι ας είναι δύσκολη. Κι ας είναι διάσπαρτος ο δρόμος της από ανθρώπινους σταυρούς.

Κι ενώ άλλες φορές η μνήμη της δικής τους απουσίας λυσσομανάει πάνω μας άγρια, τώρα έχει από μοναχή της γαληνέψει.

Δίνουν το μερτικό τους στην απογοήτευση και τη στενοχώρια, όταν βλέπουν πως μια άλλη απουσία λιγώνει τους ανθρώπους τους.

Και δε θυμόμουν που η έγνοια μας είναι στα παιδιά μας.

Ενώνουν την προσευχή τους μαζί με τη δική μας.

Να είναι γερά τα παιδιά μας. Να τα ζεστάνει η αγάπη μας κι ας είναι μακριά. Να ακουστεί το γέλιο τους και να μας το φέρει του ανέμου η ανάσα.

Πάσχα μουντό, λειψό για κάποιους.

Τα συναισθήματα φωλιασμένα στη γωνιά τους, ανήμπορα να συμβιβαστούν με το ψυχρό γυαλί της οθόνης.

Μπορεί και να μη θέλουν.

Αν δε νιώσεις τη ζεστασιά της αγκαλιάς και τη δύναμη που έχει το φιλί, τα λόγια που στριμώχνονται μέσα στα καλώδια δεν αρκούν να γεφυρώσουν τη λαχτάρα της αγάπης.

Ένας ακόμα Γολγοθάς, αυτός της απουσίας που επέβαλε η πανδημία, έρχεται να προστεθεί στους ώμους του ανθρώπου.

«Παιδί μου, λείπεις»… ένα δάκρυ ενώνεται ταπεινά με την κραυγή της Μάνας Σύμβολο.