Ίσως εγώ να είμαι η επόμενη

Ίσως εγώ να είμαι η επόμενη

Άνοιξε την πόρτα αργά, με τη συνηθισμένη ήρεμη κίνηση κι ας έτρεμε το χέρι της. Το δικό του την άγγιξε απαλά στον ώμο, δειλά σχεδόν, ουδεμία σχέση με την προηγούμενη βαρβαρότητα. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια, παρακλητικά, με τον ίδιο τρόπο που το έκανε πάντοτε όταν επιτέλους καταλάβαινε ότι έχασε τον έλεγχο. Άλλαζε ύφος, τη χάιδευε και γονάτιζε μπροστά της λέγοντας χίλιες φορές “συγγνώμη”.

Το ύφος της ήταν ουδέτερο, το μάτι της πρησμένο από τις γροθιές του και μέσα της μια ατέλειωτη θλίψη. Θέλω απλά να περπατήσω, είπε κι εκείνος παραμέρισε για να περάσει, σίγουρος πως θα ξαναγυρίσει όπως έκανε πάντα.

Περπάτησε πολύ, μέχρι την άκρη της πόλης, εκεί που τα φώτα λιγόστεψαν και το σκοτάδι ήταν πυκνότερο. Έφτασε ως το κοιμητήριο και στάθηκε για λίγο. Τα αναμμένα καντήλια δημιουργούσαν κάτι το απόκοσμο μέσα στη νύχτα, τα λευκά μάρμαρα συναγωνίζονταν τη μαυρίλα και γυάλιζαν στα σημεία που αντανακλούσε το φεγγάρι. Όλοι εδώ θα έρθουμε κάποτε, μονολόγησε κι έπειτα βάλθηκε να μετρήσει πόσες γυναίκες έχασαν πρόωρα τη ζωή τους τον τελευταίο χρόνο, όλες από χέρι “αγαπημένο”. Ίσως εγώ να είμαι η επόμενη...

Συνέχισε την πορεία της, πέρασε μπροστά από κάτι παλιές και παρατημένες αποθήκες, ακριβώς δίπλα από τις γραμμές του τρένου. Επικρατούσε ησυχία, μόνο οι φωνές από το κεφάλι της δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ξάπλωσε ανάσκελα πάνω στις σιδεριές κι ευχήθηκε να περάσει σύντομα κάποιο τρένο, να δώσει εκείνο τη λύση, να πάψει να σκέφτεται, να ξεφύγει. Ο ουρανός ήταν έναστρος και όπως τον κοιτούσε, θυμήθηκε κάποιο περασμένο καλοκαίρι, πολλά χρόνια πριν, που ξαπλωμένη χάζευε τα αστέρια, με μάτια γεμάτα όνειρα και προσμονή.

Τι πήγε στραβά...

Όταν επέστρεψε στο σπίτι, τον είδε να περιμένει στο παράθυρο. Δεν της έγνεψε, μόνο της χαμογέλασε ψυχρά, ίσως και ειρωνικά, κι ήταν η πρώτη φορά που τον σκέφτηκε σαν τέρας. Στράφηκε στο απέναντι σπίτι κι είδε τη γειτόνισσα να την καλεί με το χέρι της κι έπειτα η πόρτα της να ανοίγει.

Χώθηκε μέσα χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω της.