Αγαπώ και αποδέχομαι τον εαυτό μου

Αγαπώ και αποδέχομαι τον εαυτό μου

Σώμα μου,

Σε έχω ταλαιπωρήσει, σε έχω κακοποιήσει, σε έχω αφήσει βορά σε πληγές και σιωπές που ούρλιαζαν μέσα μου, δίπλα μου, γύρω μου μα εγώ παρέμενα άπραγη…

Τους επέτρεψα να με γεμίσουν ενοχές, να με ντύσουν με τα δικά τους τραύματα, να με φορτώσουν με τα δικά τους βάρη. Να ασφυκτιώ για μια ανάσα αγάπης, ένα χάδι αποδοχής και να διψώ για μια στιγμή συγγνώμης…

Μια συγγνώμη που όφειλα σε σένα, σώμα μου, όταν η πιο βαθιά πληγή μου μάτωνε ανεξέλεγκτα κι εγώ προσπαθούσα να την κλείσω με τσιρότα της μιας βραδιάς, με υποχωρήσεις και δικαιολογίες που προκαλούσαν ακατάσχετη αιμορραγία στην ψυχή…

Ένιωθα εγκαταλελειμμένη και  ταπεινωμένη και πότιζα με πίκρα και δηλητήριο θυμού το θηρίο μέσα μου. Κι όσο αυτό θέριευε, τόσο σφάλιζα τα μάτια κι έκλεινα τα αυτιά μου στην αλήθεια που ήταν ολοφάνερη μπροστά μου.

Με έμαθαν να νιώθω ντροπή για τα θέλω μου. Με έμαθαν να ποτίζω τύψεις τη συνείδησή μου, να θεωρώ την προδοσία αλήθεια και το δίκαιο μια ουτοπία. Μία μία οι τύψεις έρχονταν και έσπερναν αρρώστια σε κάθε μου κύτταρο, μα εγώ συνέχιζα. Αυτή ήταν η μοίρα μου, η εκπαίδευσή μου, από την κοιλιά ακόμα της μάνας μου… Κι εκείνη τα ίδια δεν έκανε, άλλωστε; Υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, με τα ακριβότερα δίδακτρα, που μύριζαν θάνατο…

Το προηγούμενο βράδυ ένας εφιάλτης ήρθε να μου κόψει την ανάσα. Τον τελευταίο καιρό αυτή η φιγούρα με επισκεπτόταν όλο και πιο συχνά. Σκέπαζε με τη σκιά της την εύθραυστη ψυχή μου και γελούσε ειρωνικά. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε να μου πει. Ίσως και τίποτα. Ήταν λίγος καιρός τώρα τελευταία που κουραζόμουν πολύ… Όταν το έπιασα με τα ακροδάχτυλά μου, πάγωσα. Ο χρόνος σταμάτησε μέσα μου κι έξω μου άρχισε να κάνει ένα ξέφρενο σπριντ για τη γραμμή τερματισμού.

Εξετάσεις, γιατροί, γνώμες, ακατάπαυστη εισροή πληροφοριών. Άλλα τα καταλάβαινα κι άλλα όχι. Και στο βλέμμα τους ζωγραφισμένη η δυσπιστία, η λύπηση… Όχι δεν θέλω να με λυπούνται. Δεν θα το αντέξω αυτό. Εκεί, πάνω στο κρεβάτι του τομογράφου, καθώς το υγρό φώτιζε κάθε μου κύτταρο και σκοτείνιαζε την ψυχή μου ένιωσα πιο μόνη από ποτέ. Κι απέξω, στο μέτρημα έμειναν πλάι μου λίγοι, ένας δυο μπορεί και κανένας…

Το δρόμο αυτό έπρεπε να τον διαβώ μονάχη, όπως μόνη κουβάλαγα τα βάρη όλον αυτό τον καιρό. Το κρύο του χειρουργείου πάντα με τρόμαζε. Έμοιαζε με τις άδειες αγκαλιές που με μεγάλωσαν, που με έκριναν, που με έστησαν απέναντι στα τρία μέτρα και με πυροβόλησαν. Το άντεξα κι αυτό, ακόμα κι όταν ο πόνος μετά δεν μπορούσε να σωπάσει και με τα πιο ισχυρά παυσίπονα. Ένα κομμάτι μου έλειπε πια, κι εγώ από δω και κάτω θα ένιωθα για πάντα λειψή, ακρωτηριασμένη.

Δεν ξέρω τι με πονούσε περισσότερο: Η μοναξιά τού να περνάς όλο αυτό μόνη, η λύπη στα βλέμματα των δικών σου ξένων, η συγκατάβαση κάποιων που τα ήξεραν όλα ή τελικά η παρήγορη αγκαλιά στα χέρια κάποιας άγνωστης, που είχε περάσει τον Γολγοθά που εσύ περνούσες τώρα; Το χέρι μου πονούσε. Κάθε που προσπαθούσα να το κουνήσω, τα ράμματα τραβούσαν κι ο πόνος γινόταν καρφί στην ψυχή. Μου έλειπε η θηλυκότητά μου… ναι η ταυτότητά μου, εκείνη που μου είχαν μαυρίσει χρόνια τώρα με τα δικά τους κομπλεξικά σύνδρομα, μα πάντα νόμιζα πως δε μπορούσαν να μου την ακυρώσουν.

Κομματιασμένη. Ναι! Έτσι ένιωθα. Κι ύστερα μια σειρά από δηλητήρια. ΚΙ άλλα δηλητήρια στο σώμα, στην ψυχή. Πόσο ν’ αντέξει ακόμα αυτό το κορμί; Ξερνούσα πίκρα, θυμό, απογοήτευση, την απόρριψη που καθρέφτιζα στα μάτια τους, για όλα όσα είχε ζήσει η ψυχή μου στα παιδικά μου χρόνια.

Μισή, λειψή, ανήμπορη να πάω παρακάτω… Μόνη, χρόνια τώρα. Σήμερα ένιωθα ακόμα πιο αδύναμη. Η τελευταία θεραπεία με είχε καταβάλει πολύ. Το σκεφτόμουν σοβαρά να εγκαταλείψω. Και ποιος θα νοιαζόταν, άραγε;

«Εσύ!»  μου είπε και μου χαμογέλασε. Φορούσε ένα φούξια μαντήλι στο κεφάλι της για να κρύψει το γυμνό της κεφάλι. Το κραγιόν που φορούσε ήταν στην ίδια απόχρωση με το μαντήλι, μα το χαμόγελό της ήταν το πιο φωτεινό πράγμα που είχα δει τον τελευταίο καιρό. Ήταν σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη μου. «Εσύ θα νοιαστείς για το κορμί, το μυαλό σου, την καρδιά και την ψυχή. Είσαι πολύ μικρή για να τα παρατήσεις. Το μόνο που πρέπει να αφήσεις πίσω είναι ο θυμός και η πίκρα σου.»

Την κοιτούσα ακόμα, μέσα σε μια σιωπή που με χαλάρωνε. Είχε μια ηρεμία που με γέμιζε μια περίεργη ηρεμία. Καιρό είχα να νιώσω έτσι…

«Θέλω να λες μια μικρή προσευχή στον εαυτό σου. Θα μου κάνεις αυτή τη χάρη;» με ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση.

Σχεδόν μηχανικά κούνησα το κεφάλι μου. Δεν είχα να χάσω και κάτι. Την κοιτούσα μέσα στα μάτια κι εκείνη διάβαζε την ψυχή μου.

«Επανέλαβε μετά από μένα», μου είπε και μου έπιασε το χέρι.

«Στοργικά συγχωρώ και απελευθερώνω όλο μου το παρελθόν. Επιλέγω να γεμίσω τον κόσμο μου με χαρά. Αγαπώ και αποδέχομαι τον εαυτό μου»

Δεν θυμόμουν ποτέ λέξεις, μα αυτή τη φράση την έγραψα κατευθείαν στην καρδιά μου. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα. Σχεδόν άκουγα κάθε σταγόνα του σχήματος να πέφτει στις φλέβες μου κι επαναλάμβανα τη φράση… «Αγαπώ και αποδέχομαι τον εαυτό μου».

Έκανα δύο θεραπείες ακόμα, κάθε φορά με την ίδια προσευχή… Δεν ξαναείδα ποτέ αυτή τη γυναίκα. Κάθε, όμως, που κλείνω τα μάτια μου το φωτεινό της πρόσωπο έρχεται μπροστά μου. Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε. Είμαι καθαρή. Ψηλαφίζω την ουλή κάθε που θέλω να θυμάμαι τη δύναμή μου. Όπως κινώ τα ακροδάχτυλά μου σε όλο της το μήκος επαναλαμβάνω την προσευχή…
«Αγαπώ και αποδέχομαι τον εαυτό μου»

Είμαι καθαρή…

Χαρά Μαρκατζίνου