Τι αγαπάς σε μένα; Αυτό που είσαι κι αυτό που κρύβεις

Τι αγαπάς σε μένα; Αυτό που είσαι κι αυτό που κρύβεις

Ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις. Ούτε κι εγώ.
Σε μπερδεύω, μα είμαι η ίδια μπερδεμένη.

Κάπου εκεί άλλωστε βρεθήκαμε, ανάμεσα σε ανακατεμένα σεντόνια και ζωές. Σε ένα μπέρδεμα από ανείπωτες λέξεις, ασφαλή λόγια, τυφλά θέλω.

Με κατάλαβες όμως. Και σε κατάλαβα.
Χορεύω στην καταιγίδα μου και με παρατήρησες.
Έχεις μια περίεργη δυναμική, μου είπες, σαν να μην είσαι εσύ, σαν να κουβαλάς κουρέλια που σου πέταξαν και προσπάθησες να κάνεις ρούχα…

«Κουρέλια που σου πέταξαν και προσπάθησες να κάνεις ρούχα…» (Άραγε πόσο καλά διαβάζεις την ψυχή μου;)

Θέλω να τα πετάξω από πάνω μου! Βρωμάνε θυμό, χαμένες προσπάθειες, ξεχασμένα θέλω, βίαιες υποχρεώσεις και ψεύτικα χαμόγελα.
Κι εσύ εκεί, υπομονετικά, να με περιμένεις. Αλήθεια, τι περιμένεις; Πολύ θα ήθελα να μάθω… Ίσως εσύ είδες κάτω από τα κουρέλια μου…

Θα σε περιμένω, μου είπες. Όσο χρειαστεί.

Κι εγώ σε περιμένω. Να βγεις από τον δικό σου κυκεώνα ασυνάρτητων χορευτικών κινήσεων. Σε κοιτάω να περιστρέφεσαι μέσα σε έναν ανεμοστρόβιλο και γύρω σου υπάρχει τόσος ήλιος… Πού και πού, όταν με κοιτάς, μου απλώνεις λίγο το χέρι και χορεύουμε μαζί για λίγο. Και σε εκείνο το σημείο, ενώνεται η καταιγίδα μου με τον ανεμοστρόβιλό σου. Αλληλοαναιρούνται. Εξουδετερώνει το ένα το άλλο. Μας αγκαλιάζουν, μας πνίγουν, μας απειλούν, μας παρατάνε. Μα τα χέρια μας είναι μαζί.

Περίμενέ με, σου λέω. Μέχρι να σταματήσω να ουρλιάζω από πανικό.

-Θα σε περιμένω ακόμα και αν είμαι κομμάτι του πανικού σου.

-Περίμενέ με για λίγο. Έχω να κλείσω κάποια σκουριασμένα παράθυρα.

-Θα σε βοηθήσω να βάλεις φως στα άλλα.

-Άσε το χέρι σου πάνω μου, ακόμα και τις στιγμές που σε διώχνω.

-Θα είναι εκεί, ακόμα κι όταν νιώθεις πως δεν είναι.

-Φοβάμαι.

-Κι εγώ. Εσύ θα με περιμένεις;

-Δεν ξέρω, φοβάμαι. Τι θέλεις;

-Εσύ;

-Εγώ… Εσένα!

-Πώς;

-Όπως…

-Κι εγώ, εσένα. Όπως…

-Δώσε μου το χέρι σου. Κι εγώ θα σε περιμένω. Τόσο καιρό χαζεύω τις πληγές σου. Άσε με να τις απαλύνω.

-Θα περιμένεις ακόμα κι όταν γίνομαι εχθρός σου;

-Η άλλη όψη αυτού που τόσο αγαπώ…

-Τι αγαπάς σε μένα;

-Αυτό που είσαι και αυτό που κρύβεις. Το άσπρο και το μαύρο σου, τα γκρι μας.

-Περίμενέ με…

-Κουράστηκα. Στην πόση αναμονή γίνεται ο έρωτας βίωμα;

-Πιάσε το χέρι μου. Μαζί.

-Μαζί, στην αναμονή, ας χορέψουμε… Εγώ στην καταιγίδα μου κι εσύ στον ανεμοστρόβιλό σου, να ανακατευόμαστε, μέχρι να μπλέξουμε τόσο που θα φτιάξουμε το δικό μας ρυθμό. Μέχρι να ξεμπλέξουμε τόσο που θα φαίνονται γυμνές πλέον οι κινήσεις μας σε κάποια άλλη συνθήκη…

Και κάπως έτσι, δειλά και ανύπαρκτα, κρατήσαμε σφιχτά τα χέρια μας και χαθήκαμε σε αυτό το διάλογο που ποτέ δεν κάναμε. Σε προτάσεις που ξέφευγαν από τις ματιές μας, σε συζητήσεις που πρόδιδαν τα σφραγισμένα χείλη μας, σε θέλω που πετούσαν από πάνω μας. Με τα χέρια μαζί, κοιταζόμαστε και συμφωνούμε, σε αυτό το διάλογο που δεν τολμήσαμε να κάνουμε ποτέ, ακόμα και τώρα που βλέμματα και χέρια είναι ενωμένα…